Κυριακή 1 Ιουνίου 2014

Κατερίνα Γώγου (1940-1993): Η οργισμένη ποιήτρια των Εξαρχείων




«Ντούκου ντούκου η γραφομηχανή, φαίνεται εμπνέει το ντούκου ντούκου», την πείραζε ο Νικόλας Άσιμος. Κι ας ήξερε πως κι η Κατερίνα Κροκανθρώπους αναζητούσε. Αλλά κι εκείνη τον προειδοποιούσε: «Ξέρω πως ποτέ δε σημαδεύουνε στα πόδια. Στο μυαλό είναι ο στόχος, το νου σου, ε;». «Πρέζες υπάρχουν πολλές, αλλά η ηρωίνη σκοτώνει», της τραγουδούσε ο Παύλος Σιδηρόπουλος και η Κατερίνα έδειχνε να συμφωνεί: «Μιλάω για την ηρωίνη γιατί αποδεκάτισε τα παιδιά»... Η Κατερίνα Γώγου γεννήθηκε στην Αθήνα την 1η Ιουνίου 1940. Έπειτα από περίπου 53 χρόνια, στις 3 Οκτωβρίου 1993 αποφασίζει να τερματίσει τη ζωή της, λαμβάνοντας υπερβολική δόση χαπιών και αλκοόλ. Άνθρωπος ασυμβίβαστος, μέσα από τους οργισμένους στίχους της καταδίκαζε τον πόνο και την αθλιότητα γύρω της.



«Η Κατερίνα ένιωθε σαν αγρίμι παγιδευμένο, ήταν διαρκώς σε διωγμό. Τελικά δεν άντεξε και έφυγε... άφησε όμως πίσω τα ποιήματά της που μιλούν ακόμη για εκείνη, με φοβερή δύναμη και άσβηστο πάθος...» σύμφωνα με τον σκηνοθέτη Ν. Κούνδουρος. Ήδη από πολύ νεαρή ηλικία, εργάστηκε σε παιδικούς θιάσους και στον κινηματογράφο, κυρίως σε ταινίες της Φίνος Φιλμς. Συμμετείχε σε πολλές ταινίες («Το ξύλο βγήκε από τον Παράδεισο/1959», «Άπονη ζωή/1964», «Δεσποινίς Διευθυντής/1964», «Η δε γυνή να φοβείται τον άντρα/1965», «Τι έκανες στον πόλεμο Θανάση/1971» κ.ά.). Πρωταγωνίστησε επίσης στις ταινίες «Το & βαρύ πεπόνι» (Π. Τάσιου, 1977) για την οποία κέρδισε το Βραβείο Ερμηνείας στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, «Παραγγελιά» (Π. Τάσιου, 1980 μέρος της ταινίας βασίζεται σε ποιήματά της) και «Όστρια» (Α. Θωμόπουλου, 1984», ταινία για την οποία συνεργάστηκε στο σενάριο. Για την τελευταία έλαβε το Κρατικό Βραβείο Ερμηνείας και μοιράστηκε το Βραβείο Σεναρίου με τον Α. Θωμόπουλο.Η μεγάλη της αγάπη, όμως, ήταν η ποίηση. «Εκείνο που φοβάμαι πιο πολύ είναι μη γίνω "ποιητής" Μην κλειστό στο δωμάτιο ν' αγναντεύω τη θάλασσα κι απολησμονήσω. Μην κλείσουνε τα ράμματα στις φλέβες μου κι από θολές αναμνήσεις και ειδήσεις της ΕΡΤ μαυρίζω χαρτιά και πλασάρω απόψεις. Μη με αποδεχτεί η ράτσα που μας έλειωσε για να με χρησιμοποιήσει. Μη γίνουνε τα ουρλιαχτά μου μουρμούρισμα για να κοιμίζω τους δικούς μου. Μη μάθω μέτρο και τεχνική και κλειστώ μέσα σε αυτά για να με τραγουδήσουν» έγραφε.


Από το γλυκό κοριτσάκι των ελληνικών ταινιών της Φίνος Φιλμς, η Κατερίνα Γώγου μετατρέπεται στην επαναστατική ποιήτρια που αρχίζει να γράφει «για τον εαυτό μου, από αγανάκτηση για το κακό και από αγάπη για τον άνθρωπο και τη ζωή. Αισθανόμουνα μια μουγκαμάρα. Επικοινωνία από πουθενά, από τίποτα. Είχαν πονέσει οι μασέλες μου από το να μη μιλάω. Κι όταν άρχισα να γράφω, νόμισα ότι θα σπάσει το στιλό. Τόσο πάθος είχα γι' αυτά που ήθελα να πω. Δεν ξέρω πώς γράφουν οι άλλοι. Εγώ ζούσα και έγραφα» όπως έλεγε η ίδια σε παλιότερη συνέντευξη της στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία».Ο πρώην υπουργός Τηλέμαχος Χυτήρης έχει αποκαλέσει την Κατερίνα Γώγου «Μαγιακόφσκι της Πλατείας Εξαρχείων». Σύχναζε στα Εξάρχεια και τασσόταν υπέρ του αντιεξουσιαστικού χώρου με κάθε τρόπο διαμαρτυρίας. Συνελήφθη πολλές φορές, ανακρίθηκε και εξευτελίστηκε. Στις 18/03/1991, έγραψε ένα γράμμα στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία» με τον τίτλο «Ξεχάσατε τον Πετρόπουλο», στο οποίο εξέφραζε την αλληλεγγύη της προς τον αναρχικό Κυριάκο Μαζοκόπο και τον ποιητή Γιάννη Πετρόπουλο που βρίσκονταν στη φυλακή.


Όταν η 17Ν σκότωσε στο Παγκράτι δύο αστυνομικούς, η Γώγου δέχτηκε τα μεσάνυχτα την επίσκεψη δύο αστυνομικών, που έσπασαν την πόρτα του σπιτιού της και την πήραν μαζί τους σαν ύποπτη. Ένας αυτόπτης μάρτυρας είχε καταθέσει ότι είδε μια γυναίκα να φεύγει τρέχοντας από τον τόπο του εγκλήματος και η αστυνομία κατέληξε σε κείνη, χωρίς να έχει αποδείξεις ή να μπορέσει εκ των υστέρων να επιβεβαιώσει οποιεσδήποτε υποψίες. Οι σχέσεις της με τις αστυνομικές αρχές ουδέποτε υπήρξε καλή, το 1986 είχε κάνει μάλιστα και μήνυση στον υπουργό Δημόσιας Τάξης επειδή κατά τη διάρκεια μιας διαδήλωσης χτυπήθηκε από αστυνομικούς. «Από τη στιγμή που δεν μας αφήνουν να φτιάξουμε τη ζωή, θα χαλάσουμε αυτό που υπάρχει και θα βγει το καινούργιο μετά» δήλωνε η ίδια.



Η Κατερίνα Γώγου έκανε ποίηση σε μια εποχή που οι άλλοι "ποιητές" έκαναν δημόσιες σχέσεις. Πάνω από όλα ήταν η ίδια ποίηση. Ανάμεσα σε χάπια, ποτά, σβησμένα τσιγάρα, φτωχογειτονιές, προδοσίες...
Ας ξεμπερδεύω με τα βιογραφικά. Γεννήθηκε στην Αθήνα. Από μικρή δούλεψε σαν ηθοποιός στο θέατρο και στον κινηματογράφο, κυρίως σε ταινίες της Φίνος Φίλμς. Το πρώτο της βιβλίο με ποιήματα ήταν το "Τρία κλικ αριστερά" και βγήκε το 1978. Έβγαλε επίσης τα βιβλία "Ιδιώνυμο"(1980)," Το ξύλινο παλτό"(1982)," Απόντες"(1986)," Ο μήνας των παγωμένων σταφυλιών"(1988). Όπως αναφέρει ο Λεωνίδας Χρηστάκης, η Κατερίνα ήταν έξω από κάθε λογής εκδοτικά και καλλιτεχνικά κυκλώματα και κλίκες και γι΄αυτό σπάνια θα δείτε να αναφέρονται σε αυτήν στα Μέσα Μαζικής Εξαπάτησης.

Ποιήματα (η ανθολόγηση έγινε απ΄το site του Νίκου Σαραντάκου (http://www.sarantakos.com)




25 ΜΑΪΟΥ
Ένα πρωί θ' ανοίξω την πόρτα
και θα βγω στους δρόμους
όπως και χτες.
Και δεν θα συλλογιέμαι παρά
ένα κομμάτι από τον πατέρα
κι ένα κομμάτι από τη θάλασσα
-αυτά που μ' άφησαν-
και την πόλη. Την πόλη που τη σάπισαν.
Και τους φίλους μας που χάθηκαν.
Ένα πρωί θα ανοίξω την πόρτα
ίσα ολόισα στη φωτιά
και θα μπω όπως και χτες
φωνάζοντας "φασίστες!!"
στήνοντας οδοφράγματα και πετώντας πέτρες
μ' ένα κόκκινο λάβαρο
ψηλά να γυαλίζει στον ήλιο.
Θ' ανοίξω την πόρτα
και είναι -όχι πως φοβάμαι-
μα να, θέλω να σου πω, πως δεν πρόλαβα
και πως εσύ πρέπει να μάθεις
να μην κατεβαίνεις στο δρόμο
χωρίς όπλα όπως εγώ
- γιατί εγώ δεν πρόλαβα-
γιατί τότε θα χαθείς όπως και εγώ
"έτσι" "αόριστα"
σπασμένη σε κομματάκια
από θάλασσα, χρόνια παιδικά
και κόκκινα λάβαρα.
Ένα πρωί θ' ανοίξω την πόρτα
και θα χαθώ
με τ΄όνειρο της επανάστασης
μες την απέραντη μοναξιά
των δρόμων που θα καίγονται,
μες την απέραντη μοναξιά
των χάρτινων οδοφραγμάτων
με το χαρακτηρισμό -μην τους πιστέψεις!-
Προβοκάτορας.
















Εμένα οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά
που κάνουν τραμπάλα στις ταράτσες ετοιμόρροπων σπιτιών
Εξάρχεια Πατήσια Μεταξουργείο Μέτς.
Κάνουν ότι λάχει.
Πλασιέ τσελεμεντέδων και εγκυκλοπαιδειών
φτιάχνουν δρόμους και ενώνουν έρημους
Διερμηνείς σε καμπαρέ της Ζήνωνος
επαγγελματίες επαναστάτες
παλιά τους στρίμωξαν και τα κατέβασαν
τώρα παίρνουν χάπια
και οινόπνευμα για να κοιμηθούν
αλλά βλέπουν όνειρα και δεν κοιμούνται.
Εμένα οι φίλοι μου είναι σύρματα τεντωμένα
στις ταράτσες παλιών σπιτιών
Εξάρχεια Βικτόρια Κουκάκι Γκύζη.
Πάνω τους έχετε καρφώσει εκατομμύρια σιδερένια μανταλάκια
Τις ενοχές σας αποφάσεις συνεδρίων
δανεικά φουστάνια
σημάδια από καύτρες περίεργες ημικρανίες
απειλητικές σιωπές κολπίτιδες
ερωτεύονται ομοφυλόφιλους
τριχομονάδες καθυστέρηση
το τηλέφωνο το τηλέφωνο το τηλέφωνο
σπασμένα γυαλιά το ασθενοφόρο κανείς.
Κάνουν ότι λάχει.
Όλο ταξιδεύουν οι φίλοι μου
γιατί δεν τους αφήσατε σπιθαμή για σπιθαμή
Όλοι οι φίλοι μου ζωγραφίζουνε με μαύρο χρώμα
γιατί τους ρημάξατε το κόκκινο
γράφουνε σε συνθηματική γλώσσα
γιατί η δικιά σας μόνο για γλείψιμο κάνει.
Οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά και σύρματα
στα χέρια σας. Στο λαιμό σας.
Οι φίλοι μου.

Εκείνο που φοβάμαι πιο πολύ
είναι μη γίνω "ποιητής"
Μην κλειστό στο δωμάτιο
ν' αγναντεύω τη θάλασσα
κι απολησμονήσω.
Μην κλείσουνε τα ράμματα στις φλέβες μου
κι από θολές αναμνήσεις και ειδήσεις της ΕΡΤ
μαυρίζω χαρτιά και πλασάρω απόψεις.
Μη με αποδεχτεί η ράτσα που μας έλειωσε
για να με χρησιμοποιήσει.
Μη γίνουνε τα ουρλιαχτά μου μουρμούρισμα
για να κοιμίζω τους δικούς μου.
Μη μάθω μέτρο και τεχνική
και κλειστώ μέσα σε αυτά
για να με τραγουδήσουν.
Μην πάρω κιάλια για να φέρω πιο κοντά
τις δολιοφθορές που δεν θα παίρνω μέρος
μη με πιάσουν στην κούραση
παπάδες και ακαδημαϊκοί
και πουστέψω
Έχουν όλους τους τρόπους αυτοί
και την καθημερινότητα που συνηθίζεις
σκυλιά μας έχουν κάνει
να ντρεπόμαστε για την αργία
περήφανοι για την ανεργία
Έτσι είναι.
Μας περιμένουν στη γωνία
καλοί ψυχίατροι και κακοί αστυνόμοι.
Ο Μάρξ...
τον φοβάμαι
το μυαλό μου τον δρασκελάει και αυτόν
αυτοί οι αλήτες φταίνε
δεν μπορώ γαμώτο να τελειώσω αυτό το γραφτό
μπορεί...ε;...μίαν άλλη μέρα...

Σ' ΟΣΟΥΣ ΣΠΑΣΑΝΕ
Σ' ΟΣΟΥΣ ΚΡΑΤΑΝΕ
Κουρελιασμένοι απ' τ' αγριεμένα κύματα
πεταμένα υπολείμματα για πάντα από δω και μπρος
στο σκοτεινό θάλαμο της γης
με ισκιωμένο το μυαλό
απ' το ξέφρενο κυνηγητό
τις ασάλευτης πορείας των άστρων
οι τελευταίοι
απόθεσαν το κουρασμένο κεφάλι τους
θυσία
στην τελετουργία των ανεμοστρόβιλων καιρών.
Κι άνθρωποι δεν υπήρχανε.
κι ένα άσπρο χιόνι σιωπής
σκέπασε οριστικά τις βυθισμένες πόλεις...
Η ελευθερία μου είναι στις σόλες
των αλήτικων παπουτσιών μου.
Φέρνω τον κόσμο άνω κάτω.
Μπορώ να σεργιανίσω ότι ώρα μου γουστάρει.
Π.χ. την ώρα που βάζετε τις μασέλες σας
Στο ποτηράκι με το νερό πριν κοιμηθείτε
την ώρα που απαυτωνόσαστε
την ώρα που κάνετε το χρέος σας
στα παιδιά σας, στο σωματείο σας
την ώρα που σας έχουν χώσει την ιδέα
πως τρώτε αυγολέμονο
και τρώτε σκατά
μπορώ και περπατάω,
με τα αλήτικα παπούτσια μου
πάνω από τις στέγες σας
-όχι ρε παιδάκι μου σαν εκείνη
την ηλίθια με τη σκούπα, τη Μαίρη Πόπινς-
δεν πιάνετε το κανάλι μου
μόνο όσοι έχουμε το ίδιο μήκος κύματος
ανθρωπάκια χέστες, κατά βάθος σας λυπάμαι
αλλά τώρα δε χάνω το χρόνο μου μαζί σας
δεν θέλω παρτίδες με κανέναν σας
η ελευθερία σας
είναι στις σόλες των τρύπιων παπουτσιών μου
θάρθει η ώρα που θα τις γλύφετε
και θα ουρλιάζετε κλαίγοντας "θαύμα, θαύμα"
αυτά τα παπούτσια
ποτέ δεν ξεκουράζονται και ούτε βιάζονται
όταν εγώ καθαρίσω από εδώ
θα τα φορέσει ο Παύλος, η Μυρτώ, φοράμε το ίδιο νούμερο, δεν λειώνουν,
όσες πρόκες και αν ρίχνετε στο δρόμο.
Σας βαράνε στο δόξα πατρί σας
θα έρθει η ώρα
 που θα τρέχετε απεγνωσμένα στο στιλβωτήριο
"συνοδοιπόροι" και "αποστάτες"
να βάψετε τα δικά σας
μα η μπογιά
δεν θα πιάνει
ότι και αν κάνετε, όσα και αν δίνετε
τέτοιο άτιμο κόκκινο είναι το δικό μας.
Θαρθεί καιρός που θα αλλάξουν τα πράγματα.
Να  το θυμάσαι Μαρία.
Θυμάσαι Μαρία στα διαλείμματα εκείνο το παιχνίδι
που τρέχαμε κρατώντας τη σκυτάλη
-μη βλέπεις εμένα- μην κλαις. Εσύ εισ' η ελπίδα.
’κου θάρθει καιρός
που τα παιδιά θα διαλέγουν γονιούς
δε θα βγαίνουν στην τύχη
Δε θα υπάρχουνε πόρτες κλειστές
με γυρμένους απέξω
Και τη δουλειά
θα τη διαλέγουμε
δε θάμαστε άλογα να μας κοιτάνε στα δόντια.
Οι άνθρωποι -σκέψου!- θα μιλάνε με χρώματα
κι άλλοι με νότες.
Να φυλάξεις μονάχα
σε μια μεγάλη φιάλη με νερό
λέξεις και έννοιες σαν και αυτές
απροσάρμοστοι-καταπίεση-μοναξιά-τιμή-κέρδος-εξευτελισμός
για το μάθημα της ιστορίας.
Είναι Μαρία -δε θέλω να λέω ψέματα- δύσκολοι καιροί.
Και θαρθούνε κι άλλοι.
Δεν ξέρω -μην περιμένεις και από μένα πολλά-
τόσα έζησα, τόσα έμαθα, τόσα λέω
κι απ' όσα διάβασα ένα κρατάω μόνο:
"Σημασία έχει να παραμένεις άνθρωπος".
Θα την αλλάξουμε τη ζωή!
Παρ' όλα αυτά Μαρία.
Καμμιά φορά ανοίγει η πόρτα σιγά σιγά και μπαίνεις. 
Φοράς κάτασπρο κουστούμι και λινά παπούτσια. 
Σκύβεις βάζεις στοργικά στη χούφτα μου 72 φράγκα και φεύγεις. 
Έχω μείνει στη θέση που με άφησες για να με ξαναβρείς. 
Όμως πρέπει να έχει περάσει πολύς καιρός γιατί τα νύχια μου μακρύνανε και 
οι φίλοι μου με φοβούνται. Κάθε μέρα μαγειρεύω πατάτες 
 έχω χάσει την φαντασία μου και κάθε 
φορά που ακούω "Κατερίνα" τρομάζω. Νομίζω ότι πρέπει να καταδώσω κάποιον. 
Έχω φυλάξει κάτι αποκόμματα με κάποιον που λέγανε 
πως είσαι εσύ. Ξέρω πως λένε ψέματα οι εφημερίδες, 
γιατί γράψανε ότι σου ρίξανε στα πόδια. 
Ξέρω πως ποτέ δε σημαδεύουνε στα πόδια. 
Στο μυαλό είναι ο Στόχος 
το νου σου ε; 


Από το "ΙΔΙΩΝΥΜΟ" 1978

Κοίτα πως χάνονται οι δρόμοι

μες τους ανθρώπους...

τα περίπτερα πως κρυώνουνε

απ΄τις βρεγμένες εφημερίδες

ο ουρανός

πως τρυπιέται στα καλώδια

και το τέλος της θάλασσας

από το βάρος των πλοίων

πόσο λυπημένες είναι οι ξεχασμένες ομπρέλες

στο τελευταίο δρομολόγιο

και το λάθος εκείνου που κατέβηκε

στην πιό πρίν στάση

τα αφημένα ρούχα στο καθαριστήριο

και τη ντροπήσου

ύστερα από δύο χρόνια που βρήκες λεφτά

πως να τα ζητήσεις

πως τσούκου τσούκου

αργά μεθοδικά

μς αλοιώνουνε

να καθορίζουμε τη στάση μας στη ζωή

από το στύλ της καρέκλας...

Η μοναξιά...

δεν έχει το θλιμένο χρώμα στα μάτια

της συννεφένιας γκόμενας.

Δεν περιφέρεται νωχελικά κι αόριστα

κουνώντας τα γοφιά της στις αίθουσες συναυλιών

και στα παγωμένα μουσεία.

Δεν είναι κίτρινα κάδρα παλαιών "καλών" καιρών

και ναφθαλίνη στα μπαούλα της γιαγιάς

μενεξελιές κορδέλες και ψάθινα πλατύγυρα.

Δεν ανοίγει τα πόδια της με πνιχτά γελάκια

βοιδίσο βλέμα κοφτούς αναστεναγμούς

κι ασορτί εσώρουχα.

Η μοναξιά.

Έχει το χρώμα των Πακιστανών η μοναξιά

και μετριέται πιάτο-πιάτο

μαζί με τα κομμάτια τους

στον πάτο του φωταγωγού.

Στέκεται υπομονετικά όρθια στην ουρά

Μπουρνάζι - Αγ. Βαρβάρα - Κοκκινιά

Τούμπα - Σταυρούπολη - Καλαμαριά

Κάτω από όλους τους καιρούς

με ιδρωμένο κεφάλι.

Εκσπερματώνει ουρλιάζοντας κατεβάζει μ΄αλυσίδες τα τζάμια

κάνει κατάληψη στα μέσα παραγωγής

βάζει μπουρλότο στην ιδιοχτησία

ειναι επισκεπτήριο τις Κυριακές στις φυλακές

ίδιο βήμα στο προαύλιο ποινικοί κι επαναστάτες

πουλιέται κι αγοράζεται λεφτό λεφτό ανάσα ανάσα

στα σκλαβοπάζαρα της γής - εδώ κοντά είναι η Κοτζιά-

ξυπνήστε πρωί.

Ξυπνήστε να τη δείτε.

Είναι πουτάνα στα παλιόσπιτα

το γερμανικό νούμερο στους φαντάρους

και τα τελευταία

ατελείωτα χιλιόμετρα ΕΘΝΙΚΗ ΟΔΟΣ-ΚΕΝΤΡΟΝ

στα γατζωμένα κρέατα από τη Βουλγαρία.

Κι όταν σφίγγει το αίμα της και δεν κρατάει άλλο

που ξεπουλάν τη φάρα της

χορεύει στα τραπέζια ξυπόλυτη ζεμπέκικο

κρατώντας στα μπλαβιασμένα χέρια της

ένα καλά ακονισμένο τσεκούρι.

Η μοναξιά

η μοναξιά μας λέω. Γιά τη δική μας λέω

είναι τσεκούρι στα χέρια μας

που πάνω από τα κεφάλια σας γυρίζει γυρίζει γυρίζει γυρίζει


Πάει. Αυτό ήταν.

Χάθηκε η ζωή μου φίλε

μέσα σε κίτρινους ανθρώπους

βρώμικα τζάμια

κι ανιστόρητους συμβιβασμούς.

’ρχισα να γέρνω

σαν εκείνη την ιτιούλα

που σουχα δείξει στη στροφή του δρόμου.

Και δεν είναι που δεν θέλω να ζήσω.

Είναι το γαμώτο που δεν έζησα.

κι ούτε που θα σε ξαναδώ.Κοίτα πως χάνονται οι δρόμοι

μες τους ανθρώπους...

τα περίπτερα πως κρυώνουνε

απ΄τις βρεγμένες εφημερίδες

ο ουρανός

πως τρυπιέται στα καλώδια

και το τέλος της θάλασσας

από το βάρος των πλοίων

πόσο λυπημένες είναι οι ξεχασμένες ομπρέλες

στο τελευταίο δρομολόγιο

και το λάθος εκείνου που κατέβηκε

στην πιό πρίν στάση

τα αφημένα ρούχα στο καθαριστήριο

και τη ντροπή σου

ύστερα από δύο χρόνια που βρήκες λεφτά

πως να τα ζητήσεις

πως τσούκου τσούκου

αργά μεθοδικά

μας αλλοιώνουνε

να καθορίζουμε τη στάση μας στη ζωή

από το στύλ της καρέκλας...



Η μοναξιά...

δεν έχει το θλιμμένο χρώμα στα μάτια

της συννεφένιας γκόμενας.

Δεν περιφέρεται νωχελικά κι αόριστα

κουνώντας τα γοφιά της στις αίθουσες συναυλιών

και στα παγωμένα μουσεία.

Δεν είναι κίτρινα κάδρα παλαιών "καλών" καιρών

και ναφθαλίνη στα μπαούλα της γιαγιάς

μενεξελιές κορδέλες και ψάθινα πλατύγυρα.

Δεν ανοίγει τα πόδια της με πνιχτά γελάκια

βοιδίσο βλέμμα κοφτούς αναστεναγμούς

κι ασορτί εσώρουχα.

Η μοναξιά.

Έχει το χρώμα των Πακιστανών η μοναξιά

και μετριέται πιάτο-πιάτο

μαζί με τα κομμάτια τους

στον πάτο του φωταγωγού.

Στέκεται υπομονετικά όρθια στην ουρά

Μπουρνάζι - Αγ. Βαρβάρα - Κοκκινιά

Τούμπα - Σταυρούπολη - Καλαμαριά

Κάτω από όλους τους καιρούς

με ιδρωμένο κεφάλι.

Εκσπερματώνει ουρλιάζοντας κατεβάζει μ΄ αλυσίδες τα τζάμια

κάνει κατάληψη στα μέσα παραγωγής

βάζει μπουρλότο στην ιδιοχτησία

είναι επισκεπτήριο τις Κυριακές στις φυλακές

ίδιο βήμα στο προαύλιο ποινικοί κι επαναστάτες

πουλιέται κι αγοράζεται λεφτό λεφτό ανάσα ανάσα

στα σκλαβοπάζαρα της γής - εδώ κοντά είναι η Κοτζιά-

ξυπνήστε πρωί.

Ξυπνήστε να τη δείτε.

Είναι πουτάνα στα παλιόσπιτα

το γερμανικό νούμερο στους φαντάρους

και τα τελευταία

ατελείωτα χιλιόμετρα ΕΘΝΙΚΗ ΟΔΟΣ-ΚΕΝΤΡΟΝ

στα γαντζωμένα κρέατα από τη Βουλγαρία.

Κι όταν σφίγγει το αίμα της και δεν κρατάει άλλο

που ξεπουλάν τη φάρα της

χορεύει στα τραπέζια ξυπόλυτη ζεμπέκικο

κρατώντας στα μπλαβιασμένα χέρια της

ένα καλά ακονισμένο τσεκούρι.

Η μοναξιά

η μοναξιά μας λέω. Για τη δική μας λέω

είναι τσεκούρι στα χέρια μας

που πάνω από τα κεφάλια σας γυρίζει γυρίζει γυρίζει γυρίζει.

Θέλω να κουβεντιάσω...


Θέλω να κουβεντιάσω σ' ένα καφενείο

που να 'χει πόρτα ανοιχτή

και να μην έχει θάλασσα

μονάχα άντρες άνεργους

σκόνη με ήλιο και σιωπή

να μπαίνει ο ήλιος στο κονιάκ

κι η σκόνη μαζί με τα τσιγάρα στα πλεμόνια μας

και ας μην πάρουμε και σήμερα βρε αδερφέ

προφύλαξη για την υγεία μας

κι ούτε να δίνεις συμβουλές

το πως το κατεβάζω έτσι

και πως σκορπιέμαι έτσι

και να αφήσεις ήσυχα στα μούτρα

τις μπογιές τις μύξες και τα κλάματα

να τρέξουνε.

Μονάχα να κοιτάζεις ήρεμα

τα νύχια τα μαλλιά μου και τα χρόνια

που 'ναι βρώμικα

και 'γω

να μη δίνω φράγκο για όλα αυτά.

Μόνο το κόμμα, το χριστουλάκο τους

γιατί δε φτιάχτηκε το κόμμα τόσα χρόνια

και 'συ να 'σαι φίλος. Φίλος-φίλος

έτσι όπως το λέει ο Καζαντζίδης

και το κονιάκ να 'ναι σκατά

και εργολάβος πουθενά δε φάνηκε

έχει δωμάτιο για παράνομους

πάνω απ' το καφενείο

θα σου τα ρίξω σε μια δόση

το συνηθίζω άμα μεθάω - έτσι για να σε λιανίσω -

να σε δω χωρίς βρακί να δούμε τι θα κάνεις

εσύ όμως λέει δεν θα 'σαι απ' αυτούς

θα σηκωθείς και θα χορέψεις παραγγελιά

...βεργούλες και με δείρανε...

και θα κρατάς στις χούφτες σου

μ' αγάπη και με προσοχή το μυαλό μου

είναι έτοιμο να διαλυθεί στα χίλια. Με πονάει.

Κι όταν

έρθουνε να σου πουν

εδώ δεν είναι

τόπος

και χρόνος

για τέτοια πράγματα

τράβηξε τη φαλτσέτα και θέρισε.

(Είχανε δίκιο οι Κοεμτζήδες.)




Πάει. Αυτό ήταν.

Χάθηκε η ζωή μου φίλε

μέσα σε κίτρινους ανθρώπους

βρώμικα τζάμια

κι ανιστόρητους συμβιβασμούς.

Άρχισα να γέρνω

σαν εκείνη την ιτιούλα

που σου ‘χα δείξει στη στροφή του δρόμου.

Και δεν είναι που δεν θέλω να ζήσω.

Είναι το γαμώτο που δεν έζησα.

κι ούτε που θα σε ξαναδώ.





Πώς με κοιτάζει έτσι αυτό το άσπρο κομμάτι χαρτί

πώς με κοιτάζει έτσι το φεγγάρι...

Πώς θροΐζει μέσα μου αυτό τον παγωμένο χάρτη στο βυθό

πώς με κοιτάει έτσι το φεγγάρι...

Ποιανού καιρού το λυπημένο δάχτυλο

κρυμμένο πίσω από δάση και βουνά

δείχνει παντού και πουθενά

τι θέλει το φεγγάρι...

Ποιανού αλόγου τρελαμένου το χλιμίντρισμα

κάνει τόση αντήχηση μέσα μου μού διογκώνει το Εγώ μου...

Ποιανής σελήνης έκλειψη ποιου φεγγαριού η χάση

μαζί σηκώνει μέσα μου άμπωτη και παλίρροια δίδυμες αδερφές μου...

πώς με κοιτ...

Πώς σκύβει έτσι πάνω στο στόμα μου να δει αν ανασαίνω ο Καρυωτάκης...



Από την ποιητική συλλογή "Απόντες"



Κανείς δεν θα γλιτώσει.

Κι αυτό το μακέλεμα δε θα 'χει

ούτε μισό μισοσβησμένο όχι.

Θα βουλιάζουμε - βουλιάζουμε -

κατακόρυφα με 300 και βάλε

σε συφιλιδικά νερά χωρίς τέλος

με αφορισμούς και χτυπήματα στο κεφάλι

απο διαμαντένιους σταυρούς τραβεστί πατέρων

γλείφοντας

υπογράφοντας

ικετεύοντας

και ουρλιάζοντας ξεφτιλισμένα ΝΑΙ ΝΑΙ ΝΑΙ ΝΑΙ.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου