Τετάρτη 16 Ιουλίου 2014

H ταινία της εβδομάδας: Ο θίασος του Θεόδωρου Αγγελόπουλου (1975)



Ο Θίασος είναι ελληνική δραματική κινηματογραφική ταινία του 1975, σε σκηνοθεσία του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Υπήρξε η τρίτη κατά σειρά μεγάλου μήκους ταινία του σκηνοθέτη και κατατάσσεται στις σημαντικότερες δημιουργίες του. Εντάσσεται στην «τριλογία της Ιστορίας» του Αγγελόπουλου και αποτελεί το δεύτερο μέρος της που έπεται της ταινίας Μέρες του '36 και προηγείται των Κυνηγών.
Παρουσιάστηκε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης 1975, όταν μπροστά στα ταμεία του Κρατικού παρουσιάσθηκε ο μεγαλύτερος αριθμός θεατών σε όλη την ιστορία του Φεστιβάλ. Κατά την προβολή της, η αίθουσα ήταν ασφυκτικά γεμάτη με πολυάριθμους όρθιους θεατές που στο τέλος αποθέωσαν τον Αγγελόπουλο, ενώ η ταινία έλαβε συνολικά επτά βραβεία.
http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9F_%CE%98%CE%AF%CE%B1%CF%83%CE%BF%CF%82

Συντελεστές της ταινίας:

Ο ΘΙΑΣΟΣ (1974-'75)
Ελλάδα. Έγχρωμη. Διάρκεια 230'.

Σενάριο - Σκηνοθεσία : Θόδωρος Αγγελόπουλος.
Φωτογραφία : Γιώργος Αρβανίτης
Βοηθός Διευθυντή φωτογραφίας : Βασίλης Χριστομόγλου
Σκηνικά : Μικές Καραπιπέρης
Κοστούμια : Γιώργος Πάτσας
Μουσική : Λουκιανός Κηλαηδόνης (Ακορντεόν: Αντρέας Τσεκούρας).Τραγούδι : Ιωάννα Κιουρτσόγλου, Νένα Μεντή, Δημήτρης Καμπερίδης, Κώστας Μεσσάρης. Επιλογή στα τραγούδια και στα κείμενα: Φώτος Λαμπρινός)
Μοντάζ : Τάκης Δαυλόπουλος, Γιώργος Τριανταφύλλου
Ήχος : Θανάσης Αρβανίτης
Βοηθος σκηνοθέτης : Τάκης Κατσέλης
Ερμηνευτές : Εύα Κοταμανίδου (Ηλέκτρα), Αλίκη Γεωργούλη (Μητέρα), Στράτος Παχής (Πατέρας), Μαρία Βασιλείου (Χρυσόθεμη), Βαγγέλης Καζάν (Αίγισθος), Πέτρος Ζαρκάδης (Ορέστης), Κυριάκος Κατριβάνος (Πυλάδης), Γρηγόρης Ευαγγελάτος (Ποιητής), Γιάννης Φύριος (ακορντεονίστας), Νίνα Παπαζαφειροπούλου (γριά), Αλέξης Μπούμπης (γέρος), Θάνος Γραμμένος, Κώστας Στυλιάρης, Γιώργος Βερλής, Κώστας Μανδήλας, Γιώργος Τσιφός, Ιάκωβος Παϊρίδης, Τάκης Δουκάκος, Μαίρη Ανδροπούλου.
Παραγωγή : Γιώργος Παπαλιός
Διεύθυνση παραγωγής : Στέφανος Βλάχος
Συνεργασία στην οργάνωση : Γιώργος Σαμιώτης, Χρήστος Παληγιαννόπουλος, Λευτέρης Χαρωνίτης.

Περίληψη

Η ταινία ακολουθεί τις περιπέτειες ενός περιοδεύοντος θιάσου στην Ελλάδα από το 1939 μέχρι το 1952, ο οποίος προσπαθεί να παρουσιάσει μια θεατρική παράσταση του βουκολικού δράματος του Περεσιάδη Γκόλφω, η βοσκοπούλα. Η πολιτική ιστορία της Ελλάδας και η ιδιωτική των μελών του θιάσου, (που είναι ταυτόχρονα και μέλη της ίδιας οικογένειας) πλέκονται αξεδιάλυτα. Από τη μία παρακολουθούμε τις τελευταίες μέρες της δικτατορίας του Μεταξά, την έναρξη του πολέμου, την ιταλική εισβολή, τη γερμανική κατοχή, την Απελευθέρωση, την άφιξη των συμμάχων (Άγγλων αρχικά και Αμερικανών στη συνέχεια), την καταπίεση των «αριστερών» αγωνιστών και τον αιματηρό εμφύλιο πόλεμο, μέχρι τις εκλογές του 1952 όπου κυριαρχούν οι δυνάμεις της Δεξιάς. Από την άλλη, οι περιπέτειες της οικογένειας του Ορέστη, της αδελφής του, του πατέρα του, της μητέρας του και του εραστή της, παραπέμπουν στον κεντρικό πυρήνα του μύθου των Ατρειδών. Ο πατέρας εκτελείται από τους Γερμανούς, μετά την προδοτική καταγγελία του εραστή της μητέρας, κι ο Ορέστης, αντάρτης της Αριστεράς, με τη συνεργασία της αδελφής, θα σκοτώσει επί σκηνής τη μητέρα του και τον εραστή της, για να έρθει και η δική του εκτέλεση κατά τη διάρκεια των εκκαθαρίσεων που ακολούθησαν τη γενική καταστολή του ανταρτικού κατά τον Εμφύλιο. Το κεντρικό πρόσωπο της ταινίας είναι η μεγάλη αδελφή (εκείνη που, κατά το σχήμα του μύθου, θα ήταν η Ηλέκτρα), η μόνη της οικογένειας που, μετά τα δεκατρία χρόνια Ιστορίας τα οποία πραγματεύεται η ταινία, μένει ως το τέλος και φροντίζει τον μικρό Ορέστη, το γιο της μικρής αδελφής που έχει παντρευτεί έναν αμερικανό αξιωματικό. Η χρονολογική κατασκευή της ταινίας, περίπλοκη και πολύπλοκη, κτίζεται με διαρκείς χρονικούς ελιγμούς και συνεχείς εναλλαγές εποχών. Η ταινία αρχίζει το 1952 και τελειώνει το 1939 μ' ένα πανομοιότυπο πλάνο.

Η μουσική.
Η ταινία είναι μια σύγχρονη ελληνική ιστορία ειπωμένη μέσα από… τραγούδια. Ο Λουκιανος Κηλαηδονης συγκέντρωσε τα πιο χαρακτηριστικά πολιτικά τραγούδια όλων των παρατάξεων και βοήθησε στο στήσιμο ενός ελληνικού πολιτικού μιουζικαλ. Ο Αγγελοπουλος έχει ομολογήσει την βασική επίδραση που του έχει εξασκήσει το μιουζικαλ και το αστυνομικό στη διαμόρφωση των αισθητικών κινηματογραφικών αντιλήψεών του. Στο Θιασο το στοιχείο αυτό είναι πολύ πιο απτό από οποιαδήποτε άλλη ταινία. Η εκπληκτική σκηνή στην ταβέρνα, την παραμονή της πρωτοχρονιάς του 1946, όπου στη μία μεριά κάθονται οι βασιλικοί και στην άλλη οι δημοκρατικοί, είναι μία «μάχη» με τραγούδια.

-Των άγγλων τα κανόνια/ κι η νέα διαταγή/ εκάναν τους αντάρτες/ να τρέχουν σαν λαγοί/ την κόκκινη αρκούδα/ να παρει τα βουνά/ ω, γενναίε βασιλιά.

-Δεν μας τρομάζουν/ των άγγλων τα κανόνια/ ούτε του Σκόμπι/ η νέα διαταγή./ Το χουμε γράψει/ στο Σύνταγμα με αίμα/ ελευθερία και όχι κατοχή.

-Έτσι θέλουμε/ και θα τον φέρουμε/ τον βασιλιά, τον βασιλιά/ που θα μας φέρει λευτεριά.

- Γιουπι για-για-, γιούπι-γιούπι για/ δεν τον θέλουμε τον βασιλιά/ θέλουμε λαοκρατία/ λαϊκή κυριαρχία/ γιούπι για-για, γιούπι-γιούπι για.

-Γιούπι για-για, γιούπι-γιούπι για/ των Ταγμάτων Ασφαλείας τα παιδιά/ με τους άγγλους χέρι-χέρι/ και με τα παιδιά της «Χ»/ ως τη Μόσχα θε να κάνουν κατοχή.

-Το πουλί του Σκόμπι/ είναι κόμποι κόμποι/ κι έβγαλε φιρμάνι/ για να ξεθυμάνει/ πάει στο Κολωνάκι/ για να βρει αγοράκι/ το πουλί του Σκόμπι/ είναι κόμποι κόμποι/ κι αν λυθούν οι κόμποι/ τι θα γίνει, Σκόμπι/ με την αγγλική πολιτική.

-Γύρνα ξανά/ στην παλιά σου φωλιά/ βασιλιά./ Ο λαός σου εσένα ζητά/ γύρνα ξανά./ Κι όταν θα ρθεις/κουκουέδες εδώ δεν θα βρεις/ εθνοφύλακες θα ναι φρουροί/ γύρνα ξανά.

Και πάει λέγοντας. Σίγουρα από τις πιο καλοστημένες τεχνικά και αισθητικά σκηνές. Η οποία όμως στέρησε από τον Θίασο, με την επάνοδο της δημοκρατίας το 1975, τη δυνατότητα να πάει στις Κάννες ως επίσημη συμμετοχή του Ελληνικού κράτους. Ήταν πολύ αριστερό για την εποχή.
 http://www.cine.gr/film.asp?id=1215&page=4

Η πορεία της ταινίας.

Ο Θιασος έφτασε μέχρι τα Όσκαρ. Κατά τη διάρκεια της προβολής, μόλις πέρασε η πρώτη ώρα, οι μισοί θεατές εγκατέλειψαν την αίθουσα. Την επόμενη ώρα, οι μισοί από τους μισούς που είχαν απομείνει, επίσης, έφυγαν. Το ίδιο συνεχίστηκε και στην επόμενη ώρα της ταινίας. Στο τέλος, έμειναν εκατό άτομα να την χειροκροτούν όρθιοι. Η ταινία παίχτηκε σε όλο τον κόσμο και θεωρήθηκε ένας κινηματογραφικός άθλος, για τα δεδομένα που γυρίστηκε. Κόστισε 7.500.000 δρχ, στα μέσα της δεκαετίας του 1970. Με το Θιασο ο Αγγελοπουλος εντάσσεται στους διεθνείς πρωτοπόρους του πολιτικού κινηματογράφου και η ταινία αυτή διδάσκεται σε όλες τις σχολές κινηματογράφου αλλά και πολιτικής επιστήμης, ως μοντέλο πολιτικής τέχνης. Παρ' όλα  αυτά, η επόμενη ταινία του Αγγελοπουλου, οι Κυνηγοι, γυρίστηκαν χωρίς καμία απολύτως βοήθεια από το ελληνικό κράτος. Ο Αγγελοπουλος είχε από τότε γίνει οριστικά persona non grata για τους έλληνες, εκ των οποίων οι ηγέτες τον θεωρούν ενοχλητικό και οι θεατές –εθισμένοι στα προϊόντα του Φινου και της τηλεόρασης- θα τον λοιδορούν για πάντα ως κουλτουριάρη. Αλλά, αυτή είναι η μοίρα κάθε μεγάλου.
 http://www.cine.gr/film.asp?id=1215&page=4

Μία σύντομη κριτική :
Ταινία αριστούργημα του πολιτικού κινηματογράφου, ο Αγγελόπουλος μέσα σε 230 λεπτά σκιαγραφεί τις ταραχώδεις εποχές του Β' Παγκοσμίου , του διπολισμού Δεξιάς -Αριστεράς που οδήγησαν σε δύο εμφυλίους πολέμους καθώς και των μετεμφυλιακών χρόνων , εστιάζοντας σε γεγονότα που για πολλούς και ποικίλους λόγους έχουν παραγνωρίσει οι σύγχρονοι ιστορικοί  (εθνική αντίσταση, δωσίλογοι  , Βάρκιζα, Δεκεμβριανά, Αγγλοκρατία, μετεμφυλιακά πάθη) Τα συναισθήματα  των ηρώων υποβάλλονται στον αναγνώστη μέσα από μια σύγχρονη διδασκαλία της αισχυλικής Ορέστειας ενώ  οι αλλεπάλληλες αναδρομές και προλήψεις διεκτραγωδούν το μακροχρόνιο ελληνικό δράμα (άξιον αναφοράς το σχήμα κύκλου καθώς η ταινία ξεκινά στα προεόρτια των εκλογών του 1952 και την προπαγάνδα υπέρ του στρατάρχη και επικεφαλής του δεξιού Ελληνικού Συναγερμού Αλ. Παπάγου και τελειώνει  επιστρέφοντας στην αφετηρία, φαινόμενο που συναντάται συχνά στη λογοτεχνία και συν τοις άλλοις προσδίδει στον Αγγελόπουλο τον χαρακτηρισμό του ποιητή της μεγάλης οθόνης ). 
Αξίζει βέβαια να σημειωθεί ότι η κάθαρση για την μετεμφυλιακή Ελλάδα , όσο και για την κεντρική ηρωίδα Ηλέκτρα που καλείται να σώσει τα τιμαλφή που κληροδότησε ,δεν ήρθε ούτε μετά το πέρας της Δικτατορίας καθώς η καραμανλική Δεξιά αναιρεί την υποψηφιότητα του "Θίασου" στο Φεστιβάλ των Καννών θεωρώντας την ταινία υπερβολικά αριστερή για τα ήθη της εποχής. Τέλος ο Έλληνας θεατής όντας θύμα της λογοκρισίας και της παραπληροφόρησης, δε θέλει να μάθει τον Αγγελόπουλο περιγελώντας τον ως "κουλτουριάρη και ακατάληπτο" ενώ αρέσκεται  σε εύπεπτα θεάματα με πρωταγωνίστρια την  "εθνική σταρ" γατούλα Αλίκη και τον φσσσστ μπόινγκ Βουτσά. 

Καιρός να μάθουμε, το χρωστάμε στον εαυτό μας.


Κ. Π. Κωστέας


Τρίτη 15 Ιουλίου 2014

Τα «Αθεϊκά» του Βόλου και η δίκη του Ναυπλίου (1914) αναδημοσίευση από http://argolikivivliothiki.gr/2011/12/06/diki/



Τα «Αθεϊκά» του Βόλου και η δίκη του Ναυπλίου (1914)


Η λειτουργία του Ανώτερου Δημοτικού Παρθεναγωγείου (Α.Δ.Π.) και το ρηξικέλευθο παιδαγωγικό πρόγραμμα που εφάρμοσε ο Αλέξανδρος Δελμούζοςστο Σχολείο του Βόλου από το 1908, προκάλεσαν μια σειρά από αντιδράσεις στην κοινωνική ζωή του Βόλου και επέφεραν την απότομη διακοπή της λειτουργίας του Σχολείου το Μάρτιο του 1911. Η διακοπή αυτή σήμανε την έναρξη μιας άλλης σειράς διαδικασιών εναντίον των πρωτεργατών του Σχολείου, που θεωρήθηκαν υπεύθυνοι για σωρεία παραβάσεων κατά της επίσημης θρησκείας, της γλώσσας και της δημόσιας τάξης. Τα γεγονότα αυτά προκάλεσαν την επέμβαση των δικαστικών αρχών και έπειτα από ποικίλες διαδικασίες η υπόθεση κατέληξε να εκδικαστεί ενώπιον του Εφετείου Ναυπλίου τον Απρίλιο του 1914.


Όλα αυτά τα γεγονότα, δηλαδή τα αίτια, η αφορμή, οι διαδικασίες και οι δικαστικές περιπέτειες των δημιουργών του Σχολείου (και των στελεχών του Εργατικού Κέντρου Βόλου), καθώς και οι συνέπειες που τα γεγονότα αυτά προκάλεσαν, ονομάστηκαν μονολεκτικά «Αθεϊκά», και μ’ αυτή την ονομασία η περίοδος – από τη διακοπή της λειτουργίας του Α.Δ.Π. έως και τη δίκη του Ναυπλίου - παρέμεινε στην πολιτισμική και ιδιαίτερα στην εκπαιδευτική ιστορία της χώρας μας.









Μαθήτριες και διδάσκοντες του Παρθεναγωγείου Βόλου το 1910.






Η επίσκεψη και ο έλεγχος του διδακτικού προσωπικού από το μητροπολίτη Δημητριάδος Γερμανό Μαυρομμάτη, στις 10 Φεβρουαρίου 1911, αποτέλεσε την αφορμή για να προκληθεί η λαϊκή αγανάκτηση εναντίον της λειτουργίας του σχολείου, που έντεχνα καλλιέργησε από τις στήλες της εφημερίδας του «Κήρυξ» (όπως έκανε σ’ όλη τη διάρκεια της λειτουργίας του Παρθεναγωγείου) ο δημοσιογράφος Δημοσθένης Κούρτοβικ.


Μητροπολίτης Δημητριάδος Γερμανός


Ο πειραματικός χαρακτήρας του σχολείου, αλλά και οι φήμες που συνόδευαν τη λειτουργία του, έφεραν κατά καιρούς στις αίθουσες του διδακτηρίου ως επισκέπτες εκπροσώπους των τοπικών αρχών, απεσταλμένους του υπουργείου Παιδείας, όπως άλλωστε και λογίους από την πρωτεύουσα, δημοτικιστές και βέβαια πολλούς από τους γονείς ή συγγενείς των μαθητριών.


Η αιφνιδιαστική όμως επίσκεψη του μητροπολίτη, οι ερωτήσεις, οι παρατηρήσεις που υπέβαλε στη συγκεκριμένη καθηγήτρια, τη φιλόλογο Πην. Χριστάκου (φαίνεται ότι υπήρχε προηγούμενο στις σχέσεις τους) προκάλεσαν την αντίδραση της καθηγήτριας, που αρνήθηκε να του φιλήσει το χέρι, αλλά και την οργή του μητροπολίτη που αποφάνθηκε ότι η διδασκαλία του θρησκευτικού μαθήματος στο σχολείο αλλά και η εν γένει συμπεριφορά του προσωπικού απέναντι στην εκκλησία δεν ήταν η πρέπουσα.


Το επεισόδιο της 10ης Φεβρουαρίου έγινε αμέσως γνωστό στην πόλη και στην επαρχία. Την επόμενη μέρα, τόσο η εφημερίδα «Κήρυξ» όσο και η αντίπαλος της «Θεσσαλία» καταχώριζαν στις στήλες τους σχόλια υπέρ και εναντίον των πρωτοβουλιών του μητροπολίτη. Τα γεγονότα δημιούργησαν φήμες που πέρασαν στην κοινή γνώμη με εύλογες συνέπειες, τόσο όσο να θορυβηθούν οι δημοτικοί άρχοντες της πόλης. Η κλήση σε απολογία της καθηγήτριας Χριστάκου και η εξέταση των πραγματικών γεγονότων από τα μέλη της εφορείας του σχολείου δεν έφεραν αποτελέσματα κατευναστικά της αναταραχής που είχε προκληθεί. Η Τετάρτη 2 Μαρτίου 1911 υπήρξε η μοιραία ημερομηνία για την υπόσταση του Παρθεναγωγείου. Η δημαγωγική αρθρογραφία στον «Κήρυκα», η ασυγκράτητη δημοκοπία του μητροπολίτη και των οπαδών του, αλλά και ο φανατισμός του πλήθους δημιούργησαν τις σκοταδιστικές αντιδράσεις που ονομάστηκαν από τους πρωταγωνιστές της ιστορίας του Ανώτερου Δημοτικού Παρθεναγωγείου «διωγμός».


Πρώτη φάση του διωγμού υπήρξε η σύγκληση του δημοτικού συμβουλίου, η ερεθισμένη συζήτηση και η λήψη της καταδικαστικής απόφασης υπό το κράτος των πιέσεων που άσκησε η ταυτόχρονη πραγματοποίηση στους δρόμους του Βόλου λαϊκού συλλαλητηρίου. Το δημοτικό συμβούλιο αποφάσισε, με πρόταση του συμβούλου Ν. Ζαρλή, την άμεση διακοπή της λειτουργίας του Ανώτερου Παρθεναγωγείου κατά πλειοψηφία.





Τα ιδρυτικά μέλη του Εκπαιδευτικού Ομίλου: Αλέξανδρος Δελμούζος, Δημήτρης Γληνός και Μανώλης Τριανταφυλλίδης σε φωτογραφία του 1915. Αθήνα, Φωτογραφικό Αρχείο Ε.Λ.Ι.Α.


Οι υπεύθυνοι της λειτουργίας του Παρθεναγωγείου, κυρίως ο Δελμούζος και η πλειονότητα των μελών της εφορείας με επικεφαλής τονΣαράτση, προσπάθησαν με δημοσιεύματα (στην αντίπαλη του «Κήρυκος» βολιώτικη ε­φημερίδα «Θεσσαλία») και άλλες ενέργειες να ανατρέψουν τις εντυπώσεις και το εις βάρος τους κλίμα που είχαν καλλιεργήσει τα επάλληλα δημοσιεύματα του Κούρτοβικ και οι ενέργειες του μητροπολίτη. Τα γεγονότα αυτά ακολούθησε οδικαστικός διωγμός των υπευθύνων του Παρθεναγωγείου, ο οποίος σε επάλληλες φάσεις κατέληξε στην παραπομπή των κατηγορηθέντων στο εδώλιο του Εφετείου Ναυπλίου.


Πρώτος ο εισαγγελέας Βόλου Γουλ. Τόμαν ανέλαβε την ποινική δίωξη των πρωτεργατών του Παρθεναγωγείου, ενεργώντας ως ανακριτής από τα μέσα Μαρτίου ως τα τέλη Ιουνίου 1911. Ο κύκλος ανακρίσεων από τον Τόμαν συμπεριέλαβε τις καταθέσεις πλήθους κατοίκων της περιφέρειας που αναφέρονταν εναντίον προσώπων άσχετων προς τη λειτουργία του σχολείου, αλλά και εναντίον των στελεχών του δραστήριου (με πλούσια δράση από την ίδρυση του το Δεκέμβριο του 1908: έκδοση της εφημερίδας «Εργάτης», απεργιακούς και πολιτικούς αγώνες, πολιτιστική οργάνωση των εργατών, χωρίς να αποκρύπτεται η σοσιαλιστική του ιδεολογία) Εργατικού Κέντρου του Βόλου, όπου γίνονταν (σύμφωνα με τις πληροφορίες του «Κήρυκος», που επαναλάμβαναν πολλοί από τους καταθέτοντες) αντιθρησκευτική και αντεθνική προπαγάνδα και διδασκαλία. Με τη μέθοδο αυτή η διατύπωση της κατηγορίας επεκτάθηκε στην «από κοινού σύστασιν προς τέλεσιν των αξιοποίνων πράξεων», ενώ στην πραγματικότητα τα μόνα κοινά σημεία στη δράση του Α.Δ.Π. και του Εργατικού Κέντρου υπήρξαν η χρησιμοποίηση της δημοτικής γλώσσας και η συμμετοχή του Σαράτση και του Δελμούζου σε διαλέξεις του σωματείου.


Οι ανακρίσεις του Τόμαν κατέληξαν στην απόδοση ενοχής εναντίον τριών ομάδων προσώπων: α) καθηγητών του σχολείου, β) στελεχών του Εργατικού Κέντρου και γ) προσώπων που σύμφωνα με τις καταθέσεις μαρτύρων είχαν διαπράξει παρόμοιες αξιόμεμπτες πράξεις κατά το διάστημα 1908-1911. Στην τελευταία περίπτωση ανήκε και ο ποιητής, τότε σχολάρχης στην Αργαλαστή του Πηλίου, Κώστας Βάρ­ναλης. Μεταξύ των ενεχομένων ήταν δύο δικηγόροι που απολάμβαναν ειδικής δωσιδικίας. Το γεγονός αυτό, παρά τον όγκο της σχηματισμένης δικογραφίας, υποχρέωσε το Πρωτοδικείο Βόλου να κηρύξει εαυτό αναρμόδιο (!) και να παραπέμψει την υπόθεση στη δικαιοδοσία του Εφετείου Λάρισας. Από τον Ιούλιο του 1911 λοιπόν ανέλαβε νέο κύκλο ανακρίσεων για την ίδια υπόθεση ο εφέτης του Εφετείου Λάρισας Τιμ. Αμπελάς. Και αυτός, συνεχίζοντας το έργο και τη νοοτροπία του προκατόχου του, δέχτηκε τις καταθέσεις των ίδιων μαρτύρων και τις απολογίες των ενεχομένων, προς τους οποίους κοινοποίησε το επίσημο κατηγορητήριο.


Κατά τη διάρκεια της νέας αυτής φάσης των ανακρίσεων η έρευνα επεκτάθηκε και στους κύκλους των στελεχών του Εργατικού Κέντρου της Λάρισας, για τα οποία επίσης κατατέθηκαν κατηγορίες για παρόμοιες επιλήψιμες δραστηριότητες, φυσικά μετά την ίδρυση του λαρισαϊκού σωματείου το 1910. Έτσι στους Βο­λιώτες ενεχομένους προστέθηκαν ακόμη τρεις ώστε ο συνολικός αριθμός των κατηγορουμένων στην υπόθεση των «Αθεϊκών» να φτάσει τους είκοσι τρεις. Η διαδικασία κράτησε ως τον Ιανουάριο του 1912, οπότε αναγγέλθηκε η περάτωση των ανακρίσεων και εκδόθηκε το σχετικό βούλευμα του Εφετείου Λάρισας (αρ. 13 της 16-1-1912).









Αλέξανδρος Δελμούζος






Σύμφωνα με το βούλευμα αυτό παραπέμφθηκαν σε δίκη για τις καταλογιζόμενες πράξεις δώδεκα από τους ενεχομένους με την κατηγορία της παράβασης των άρθρων 14 και 18 του «περί εξυβρίσεων εν γένει και περί τύπου» νόμου. Με το ίδιο βούλευμα παραπέμφθηκαν να δικαστούν στο Πλημμελειοδικείο Βόλου είκοσι ένα άτομα από τους κατηγορηθέντες (εκτός των δύο δικηγόρων) για παραβάσεις άρθρων του Ποινικού Κώδικα (βλάβη των ηθών, παρακώλυση προσευχής κ.λπ.).


Ας σημειωθεί προκαταβολικά ότι η παραπομπή των ατόμων αυτών δεν έφτασε ποτέ στο δικαστήριο, γιατί μεσολάβησε η διεξαγωγή της πρώτης δίκης (της δίκης στο Εφετείο του Ναυπλίου, το 1914, όπως στη συνέχεια εκτίθεται), ένας ακόμη κύκλος ανακρίσεων, και τελικά εκδόθηκε το (οριστικό) απαλλακτικό βούλευματο 1915, με το οποίο έκλεισε η δικαστική περιπέτεια των κατηγορηθέντων στην υπόθεση των «Αθεϊκών» του Βόλου.





Ο δημοσιογράφος Δημοσθένης Κούρτοβικ.


Οι δώδεκα τελικώς κατηγορούμενοιανήκαν σε τρεις κατηγορίες· δύο (ο Δημ. Σαράτσης και ο Αλέξ. Δελμούζος) υπήρξαν αντίστοιχα ο ιδρυτής και ο διευθυντής του Παρθεναγωγείου· εφτά (ο δικηγόρος και ιθύνων νους του Εργατικού Κέντρου Κων. Ζάχος και οι εργάτες Γ. Κόσσυβας, Σ. Ρα­φαήλ, Κ. Σούλιος, Χ. Χάριτος, Κ. Χειρογιώργος και Ν. Κατσιρέλος) υπήρξαν στελέχη του Εργατικού Κέντρου Βόλου· τρεις ακόμη (ο δικηγόρος I. Ασπιώτης, ο Α. Φλώρος κατ ο Α. Μπιτσάνης) υπήρξαν στελέχη του Εργατικού Κέντρου Λάρισας.


Μετά την έκδοση και κοινοποίηση του παραπεμπτικού βουλεύματος, οικυριότεροι των κατηγορουμένων (Σαράτσης, Δελμούζος και Ζάχος) προέ­βησαν σε προσφυγές και αιτήσεις ανακοπής, ενώ κατάθεσαν αίτηση κακοδικίας εναντίον του τελευταίου ανακριτή. Αλλά και αυτή η φάση των δικαστικών διαδικασιών (που περιείχαν ωστόσο την πειθαρχική δίωξη και την παραίτηση του Αμπελά) δεν είχαν θετικό για τους προσφυγόντες αποτέλεσμα. Σημαντικός εξάλλου παράγοντας για τις καθυστερήσεις αποδείχτηκε η περίοδος των Βαλκανικών Πολέμων και τα εν τω μεταξύ διατρέξαντα.


Η παραπομπή των δώδεκα κατηγορουμένων ενώπιον του Εφετείου του Ναυπλίου, με απόφαση του Αρείου Πάγου, ορίστηκε και πραγματοποιήθηκε κατά το διάστημα 16 ως 28 Απριλίου του 1914.


Πρόεδρος του πενταμελούς Εφετείου ήταν ο Χαρ. Νικητόπουλος και μέλη οι εφέτες Κ. Μωραΐτης, Ν. Γρηγορογιάννης, I. Δεσποτόπουλος και Λ. Λουκάκος. Την εισαγγελική έδρα κατείχε ο Σ. Σωτηριάδης. Την υπεράσπιση των κατηγορουμένων ανέλαβαν οι γνωστοί Αθηναίοι δικηγόροι Λουκάς Νάκος και Κων. Τριανταφυλλόπουλος (για λογαριασμό κυρίως του Α. Δελμούζου), ο Βολιώτης δικηγόρος Νικ. Γάτσος (για λογαριασμό του Δ. Σαράτση και δευτερευόντως του Κ. Ζάχου) και ο Ναυπλιώτης Γεώργ. Πετρίδης (κατ’ έθιμον εντόπιος συνήγορος). Ωστόσο και οι τέσσερις συνήγοροι αναφέρθηκαν και υπεράσπισαν με ερωτήσεις και αγορεύσεις όλους τους κατηγορουμένους. Εννοείται ότι το βάρος της αμοιβής των δικηγόρων ανέλαβαν οι δύο βασικοί κατηγορούμενοι.


Σύμφωνα με το παραπεμπτικό βούλευμα του Αρείου Πάγου, το κατηγορητήριοείχε συμπτυχθεί σε δύο άρθρα. Η εκφώνηση του κατηγορητηρίου από τον εισαγγελέα είχε ως εξής:


«Κατηγορώ τους (…) ότι από κοινού συμφέροντος κινούμενοι απεφά­σισαν την εκτέλεσιν των επομένων πράξεων και έ­νεκα ταύτης συνομολογήσαντες προς αλλήλους αμοιβαίαν συνδρομήν. Α) Κατά διαφόρους εποχάς α­πό του Σεπτεμβρίου 1908 μέχρι τέλους Μαρτίου του 1911 εν Βόλω, Λαρίση και ιδίως εν τω Εργατικό Κέντρω και τω Ανωτέρω Παρθεναγωγείω Βόλου, προσεπάθησαν δια ζώσης, δια διδασκαλίας και δι’ ε­ντύπων φυλλαδίων να ελκύσωσι προσηλύτους εις λεγόμενα θρησκευτικά δόγματα, τουτέστι την αθεΐαν, με τα οποία ενεργούμενα είναι ασυμβίβαστος η διατήρησις της πολιτικής τάξεως, διδάσκοντες ό­τι δεν υπάρχει θεός, ότι η θρησκεία αποτελεί την άρνησιν της σκέψεως, ότι, προ παντός πρέπει να εκριζωθή η ρίζα του κακού η θρησκεία, ότι ο άν­θρωπος εδημιουργήθη υπό πιθήκων, ότι ο θεός είναι ένα αγγούρι, ότι η πατρίς είνε πόρνη και στρίγ­γλα μητριά και η θρησκεία μαστρωπός, και τον σκοπόν των εν μέρει κατώρθωσαν προσελκύσαντες εις τας δοξασίας ταύτας πολλούς, ήτοι τον Διονύσιον Σκούταρην, Απόστολον Καρασεϊνην, Α. Πανταζόπουλον, Π. Τζορβάν και πολλούς άλλους».


Κατά την εξέλιξη της διαδικασίας, αλλά κυρίως στις αγορεύσεις τόσο της κατηγορούσας αρχής όσο και των συνηγόρων, φάνηκε καθαρά ότι οι κατηγορούμενοι δεν ανήκαν στον ίδιο βαθμό υπευθυνότητας για τις αποδιδόμενες παραβάσεις, αλλ’ αντίθετα μπορούσαν να ενταχθούν σε τρεις βαθμίδες ευθύνης.


Στην πρώτη ανήκαν οι «πρωτεργάτες» (Ζάχος, Δελμούζος, Σαράτσης και, κατά δεύτερο λόγο, ο Ασπιώτης), εξαιτίας των οποίων η υπόθεση έφτασε στο ακροατήριο. Στη δεύτερη ανήκαν τρεις από τους κατηγορούμενους εργάτες (Κόσσυβας, Σούλιος και Κατσιρέλος), που δεν παρουσιάστηκαν στο δικαστήριο και δικάζονταν «ερήμην», για τους οποίους υπήρχαν ενδείξεις ότι διατύπωσαν και διέδωσαν αθεϊστικές ιδέες και γνώμες. Και στην τρίτη τέλος ανήκαν οι υπόλοιποι κατηγορούμενοι εργάτες (Ρα­φαήλ, Χάριτος, Χειρογιώργος, Φλώρος και Μπιτσάνης), που – αν και δυναμικά στελέχη των εργατικών σωματείων – έγκαιρα θεωρήθηκαν δευτερεύοντα πρόσωπα ως προς τη διάπραξη των αποδιδόμενων αδικημάτων, και επομένως τα λιγότερο υπεύθυνα.





«Η Δίκη του Ναυπλίου»


Ο καταμερισμός των κατηγορουμένων στις παραπάνω τρεις βαθμίδες υπευθυνότητας ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα, όπως κατέδειξαν οι καταθέσεις των μαρτύρων. Ο ίδιος ο εισαγγελέας δέχτηκε τον ασήμαντο ρόλο των τελευταίων και κατά συνέπεια ζήτησε την απαλλαγή τους, ενώ για τους τρεις απόντες εργάτες ζήτησε τον καταλογισμό ευθύνης, κυρίως επειδή η απουσία τους από το δικαστήριο υπέθαλπε την υποψία ενοχής χους. Επομένως το κέντρο βάρους της διατυπωθείσας κατηγορίας – και τον αντίστοιχο βαθμό ενοχής -, άρα και το ύψος της ποινής, η κατηγορούσα αρχή έριξε στους τέσσερις πρωτεργάτες.


Από πολύ νωρίς εξάλλου, κατά τη διαδικασία, από τον ίδιο τον εισαγγελέα εγκαταλείφθηκε η περίπτωση ισχύος του άρθρου 14 του νόμου στις πράξεις των κατηγορουμένων, επειδή δέχτηκε ότι: «δεν χωρεί η διάταξις, διότι η διάταξις απαιτεί προσηλυτισμόν εις λεγόμενα θρησκευτικά δόγματα, θρησκευτικόν δε δόγμα είνε εκείνο το οποίον προϋπο­θέτει πάντοτε την ύπαρξιν του θεού. Η αθεΐα δεν εί­νε θρησκευτικόν δόγμα, περί ου ομιλεί το άρθρον 14…».


Απέμεινε επομένως να εξεταστεί αν οι συγκεκριμένοι κατηγορούμενοι διέπραξαν τις παραβάσεις που αφορούσαν την προσβολή της θρησκείας και της ηθικής, παραβάσεις για τις οποίες έκαναν λόγο τα εδάφια 1 και 2 του προαναφερθέντος 18ου άρθρου του νόμου.


Ως μάρτυρες της υπεράσπισης προσήλθαν στο Ναύπλιο, προσκαλεσμένοι από τους δύο βασικούς κατηγορούμενους, αρκετοί Βολιώτες κυρίως (οι περισσότεροι είχαν δώσει καταθέσεις και κατά τη διάρκεια των πολλαπλών ανακρίσεων της προδικασίας), αλλά και προσωπικότητες της πολιτικής και του εκπαιδευτικού κόσμου. Από την άλλη πλευρά πολυπληθείς υπήρξαν οι μάρτυρες κατηγορίας, στο σύνολο τους κάτοικοι του Βόλου και της Λάρισας.


Από τα περιεχόμενα των δημοσιευμένων πρακτικών της δίκης διαπιστώνεται πως μεγαλύτερη σημασία (και αντίστοιχη έκταση) είχαν οι καταθέσεις (από τους μάρτυρες κατηγορίας) του δεσπότη Δη­μητριάδος Γερμανού, του Ν. Ζαρλή, δημοτικού συμβούλου Παγασών, του Μιλτ. Μπουφίδη, δικηγόρου και βουλευτή, του Ιω. Ιωαννίδη, δικηγόρου και πατέρα μαθήτριας του Παρθεναγωγείου και του Δ. Κούρτοβικ, δημοσιογράφου, και από τους μάρτυρες της υπεράσπισης του Ν. Πολίτη, καθηγητή του Πανεπιστημίου, του Δημ. Γληνού, εκπαιδευτικού, του Δημ. Τσαμασφύρου, καθηγητή Μαθηματικών, και της Αγλ. Κοκωσλή, μέλους της εφορείας του καταργηθέντος σχολείου.


Μετά την αγόρευση και του τελευταίου συνηγόρου, το δικαστήριο αποσύρθηκε σε διάσκεψη και εξέδωσε την παρακάτω απόφαση, που διάβασε στο ακροατήριο ο πρόεδρος του Εφετείου:


«Το Δικαστήριον σκεφθέν. Επειδή εκ της αποδεικτικής διαδικασίας και της συζητήσεως δεν προέκυψεν, ότι οι κατηγορούμενοι είτε κατά σύστασιν είτε ιδία έκαστος καθ’ οιονδήποτε τρόπον εζήτησαν κατά τον εν τω κατηγορητήρια» τόπον και χρόνον να ελκύσωσι προσηλύτους εις λεγόμενα θρησκευτικά δόγματα με τα οποία ενεργούμενα είνε ασυμβίβαστος η διατήρησις της πολιτικής τάξεως. (…) Δια ταύτα Κηρύττει αθώους πάντας τους κατηγορουμένους και επιβάλλει τα έξοδα της δίκης εις βάρος του Δημοσίου».


Η έκδοση της απόφασης του Εφετείου δεν υπήρξε ομόφωνη. Την έκδοση τηςαθωωτικής απόφασης φαίνεται ότι επηρέασαν ορισμένοι ξένοι προς τη δίκη παράγοντες, όπως η σύνθεση του Εφετείου Ναυπλίου και κάποιες πιέσεις πολιτικών προσώπων, τουλάχιστον κατά το μεταγενέστερο ισχυρισμό του εισαγγελέα Σ. Σωτηριάδη και ορισμένες πληροφορίες που διαφαίνονται στην αλληλογραφία των δύο πρωταγωνιστών. Η διεξαγωγή της δίκης και η σχετική απόφαση – όπως ήταν εύλογο – απασχόλησε έντονα τον ελληνικό Τύπο και τηνελληνική κοινωνία εκφράζοντας τη γενικότερη αντίθεση μεταξύ των υπερασπιστών της γλωσσικής και «ανορθωτικής» πολιτικής και των συντηρητικών παραγόντων, οι οποίοι είδαν στα γεγονότα την έκφραση των κινδύνων κατά των παραδοσιακών αρχών. Από τα επιγενόμενα της δίκης θα πρέπει να σημειωθούν δύο τουλάχιστον γεγονότα. Το πρώτο αφορά την τύχη των επίσημων πρακτικών και του υπόλοιπου υλικού της δικογραφίας. Το υλικό αυτό συσκευασμένο μεταφέρθηκε από το Ναύπλιο στην Αθήνα με διαταγή του υπουργείου Δικαιοσύνης. Κανείς δεν γνωρίζει τι απέγινε το κιβώτιο με το υλικό αυτό.


Το δεύτερο γεγονός αφορά την έκδοση των πρακτικών της δίκης του Ναυπλίου με πρωτοβουλία και δαπάνες των κατηγορουμένων και αθωωθέντων πρωταγωνιστών. Η έκδοση αυτή κυκλοφόρησε το 1915 στην Αθήνα και αποτελεί – δεδομένης της απώλειας των επίσημων πρακτικών – τη σημαντικότερη πηγή των περιεχομένων της δίκης. Οι κύριες κατηγορίες εναντίον του σχολείου χαλκεύτηκαν από τις στήλες του «Κήρυκος», επικυρώθηκαν από τη στάση του μητροπολίτη και απέκτησαν τεράστια απήχηση στο κοινό του Βόλου και της επαρχίας του, έτσι που αποτέλεσαν αντικείμενο δικαστικών διώξεων η γλωσσική διδασκαλία και η συνεπαγόμενη (κατά τους πολεμίους) αντεθνική συμπεριφορά, η κατάργηση της προσευχής και των θρησκευτικών καθηκόντων, η προσβολή εκπροσώπων της Εκκλησίας, η «φυσική» λεγόμενη μέθοδος διδασκαλίας (στα φυσιογνωστικά μαθήματα) και οι ως ανήθικες θεωρούμενες ενέργειες των διδασκόντων αναφορικά προς τις μαθήτριες.









Ο Δελμούζος (στη μέση) μαζί με τους Σκληρό και Τριανταφυλλίδη στην Ιένα της Γερμανίας, 1907.









Αλέξανδρος Δελμούζος στο γραφείο του.


Στην πραγματικότητα, κυρίως υπεύθυνοι για τη δικαστική δίωξη των ιθυνόντων του σχολείου υπήρξαν οι ενδοαστικές αντιπαλότητες της εποχής, με σημείο τριβής το γλωσσικό ζήτημα, οι προσωπικοί (και πολιτικοί) λόγοι αντίθεσης πολλών προς τους Δελμούζο και Σαράτση και η λαϊκή έξαψη προς κάθε τι το καινοφανές, που εισήγαγε η διδασκαλία στο σχολείο και η συμπεριφορά των διδασκόντων σ’ αυτό. Ήταν φανερό ότι οι καινότροπες παιδαγωγικές εφαρμογές, που καλλιέργησε η διδασκαλία στο σχολείο, προκάλεσαν την αντίδραση των καραδοκούντων εχθρών (ελαυνομένων από προσωπικά και πολιτικά κίνητρα, αλλά και παρακινούμενων από τους επώνυμους αντίμαχους της δημοτικής γλώσσας και της ελευθεριάζουσας παιδαγωγικής του Παρθενα­γωγείου) εναντίον των ιθυνόντων του σχολείου.


Όχι μικρότερης σημασίας στην καταδίωξη του σχολείου αιτία υπήρξε η σοσιαλίζουσα ιδεολογία των πρωτεργατών του και η ενεργητική υποστήριξή τους προς το νεοπαγές, πολιτικά και συνδικαλιστικά δραστήριο και ρηξικέλευθο στις ιδεολογικές και γλωσσικές πεποιθήσεις των στελεχών του, Εργατικό Κέντρο του Βόλου. Τα κοινά ιδεολογικά χαρακτηριστικά (αν όχι και η προσπάθεια κατάπνιξης του διεκδικητικού εργατικού κινήματος, που εκπροσωπούσαν τα στελέχη του Εργατικού Κέντρου) των επώνυμων στελεχών των δύο ιδρυμάτων συναποτέλεσαν το πλαίσιο αντίθεσης των συντηρητικών και των ισχυρότερων πολιτικά δυνάμεων εναντίον του Παρθεναγωγείου και του Εργατικού Κέντρου του Βόλου· στο ίδιο ακριβώς πλαίσιο συμπεριελήφθησαν και τρία από τα στελέχη του αντίστοιχου Εργατικού Κέντρου της Λάρισας.


Η δίκη του Ναυπλίου αποτέλεσε το τέρμα μιας σειράς γεγονότων, που αφορούν τις προσπάθειες εκσυγχρονισμού της νεοελληνικής εκπαίδευσης και παράλληλα τις προσπάθειες καταξίωσης της εργατικής ιδέας.


Η δίκη αυτή υπήρξε η κατάληξη της φαινομενικής, τουλάχιστον, αντιδικίας μεταξύ των συντηρητικών και των προοδευτικών στοιχείων, που καθόρισε την πολιτισμική και κοινωνική φυσιογνωμία μιας εποχής. Υπήρξε ακόμη η δίκη αυτή η τελευταία φάση της δικαστικής περιπέτειας, που υποχρεώθηκαν να υποστούν οι πρωτεργάτες της λειτουργίας του Παρθεναγωγείου και της δραστηριότητας του πρώτου Εργατικού Κέντρου της χώρας.


Υπήρξε τέλος η δίκη του Ναυπλίου το σημείο αναφοράς για μια κρίσιμη περίοδο της δημοτικιστικής κίνησης και του εργατικού – σοσιαλιστικού κινήματος στη νεότερη Ιστορία της χώρας μας. Το αποτέλεσμα της δίκης υπήρξε αθωωτικό για όλους τους κατηγορηθέντες. Ωστόσο, η λειτουργία του Ανώτερου Δημοτικού Παρθεναγωγείου του Βόλου είχε ήδη τελεσίδικα διακοπεί (η δράση του Εργατικού Κέντρου συνεχίστηκε με άλλες μορφές) και η ευκαιρία για την εμπέδωση και ολοκλήρωση των γλωσσοεκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων που επιχειρήθηκαν εκεί παρήλθε χωρίς επιστροφή.






Χαράλαμπος Γ. Χαρίτος


Ιστορικός της Εκπαίδευσης, αν. καθηγητής


Πανεπιστημίου Θεσσαλίας






Οι Πρωταγωνιστές





Δελμούζος Αλέξανδρος (1880 – 1956)









Αλέξανδρος Δελμούζος


Γεννήθηκε στην Άμφισσα. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών και μετεκπαιδεύτηκε στη Γερμανία, όπου ήρθε σε επαφή με το νεοτεριστικό ευρωπαϊκό κλίμα της εποχής. Με την επιστροφή του ανέλαβε το 1908 τη διεύθυνση του πρότυπου Ανώτερου Δημοτικού Παρθεναγωγείου Βόλου. Οι μέθοδοι διδασκαλίας του και οι ριζοσπαστικές φιλελεύθερες ιδέες του προκάλεσαν μεγάλες αντιδράσεις, τον οδήγησαν σε παραίτηση το 1911 και σε παραπομπή σε δίκη το 1914 κατά την οποία αθωώθηκε. Το 1917 ορίστηκε επόπτης Δημοτικής Εκπαίδευσης στο υπ. Παιδείας, οπότε και έγινε και η πρώτη προσπάθεια καθιέρωσης της δημοτικής στη στοιχειώδη εκπαίδευση.


Το 1920 απολύθηκε και αφού μεσολάβησε ένα διάστημα παραμονής στη Γερμανία, ο Δελμούζος διορίστηκε διευθυντής του Μαρασλείου το 1924. Το 1926 αποχώρησε από το Μαράσλειο και το 1929 έγινε καθηγητής στην έδρα της Παιδαγωγικής στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, όπου και παρέμεινε μέχρι το 1937. Υπήρξε από τους ιδρυτές του Εκπαιδευτικού Ομίλου το 1910 και πρόεδρός του. Πρωτοπόρος των φιλελεύθερων εκπαιδευτικών αντιλήψεων και του δημοτικισμού, ο Δελμούζος σφράγισε με το έργο του την πρώτη σημαντική μεταρρυθμιστική κίνηση στην Ελλάδα. Έγραψε το «Σαν παραμύθι» (1911), «Δημοτικισμός και παιδεία» (1927), «Τρία χρόνια δάσκαλος» (1927), «Παιδεία και Κόμμα» (1946), καθώς και πλήθος παιδαγωγικών μελετών στο «Δελτίο» του Εκπαιδευτικού Ομίλου και στα «Ελληνικά Γράμματα».






Σαράτσης Δημήτρης (1871 – 1951)









Δημήτρης Σαράτσης


Γιατρός και πολιτικός, γεννημένος στον Άνω Βόλο. Ανέπτυξε έντονη κοινωνική και πολιτική δράση στη γενέτειρά του και διετέλεσε διευθυντής του Πολιτικού Νοσοκομείου (1895-99) και του Νοσοκομείου του Ερυθρού Σταυρού στο Βόλο (1912-13), ενώ υπήρξε ιδρυτής κοινωνικών και μορφωτικών σωματείων. Ο Σαράτσης, εκπροσωπώντας την ανερχόμενη δυναμική και φιλελεύθερη αστική τάξη, εισηγήθηκε ως δημοτικός σύμβουλος την ίδρυση του Παρθεναγωγείου στο Βόλο το 1908, ενώ συγχρόνως πρωταγωνίστησε στην ίδρυση του Εργατικού Κέντρου Βόλου την ίδια χρονιά. Υπήρξε επίσης εκ των ιδρυτών του Εκπαιδευτικού Ομίλου. Κατηγορήθηκε μαζί με τον Δελμούζο στην υπόθεση των «Αθεϊκών», αλλά αθωώθηκε στη δίκη του Ναυπλίου το 1914. Το 1923 εξελέγη βουλευτής και το 1932 διετέλεσε υπουργός Υγιεινής στην κυβέρνηση Παπαναστασίου. Έγραψε τα «Μαθήματα υγιεινής», «Δέκα υγειονομικό προβλήματα», «Ήλιος – αέρας – νερό» κ.ά.





Γερμανός Μαυρομμάτης (-1946)








Γερμανός Μαυρομάτης


Μητροπολίτης Δημητριάδος. Γεννήθηκε στα Ψαρά και υπήρξε ένας από τους δυναμικούς ιεράρχες της ελληνικής Εκκλησίας. Αποφοίτησε από το Γυμνάσιο της Χίου, έγινε διδάκτωρ της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, χειροτονήθηκε διάκονος στην Αθήνα, διηύθυνε τα πατριαρχικά γραφεία Αλεξάνδρειας, εργάστηκε ως ιεροκήρυκας στις επαρχίες Δημητριάδος, Θεσσαλιώτιδος και Ηλείας και το 1907 εξελέγη επίσκοπος Δημητριάδος. Το επόμενο έτος μία επίσκεψη του στο Παρθεναγωγείο Βόλου υπήρξε η αφορμή για την εκδήλωση των δυναμικών αντιδράσεων απέναντι στο έργο του Δελμούζου.


Ο Γερμανός εναντιώθηκε με όλες του τις δυνάμεις στη λειτουργία του Παρθεναγωγείου και εξέφρασε τη μαχητική συντηρητική μερίδα της τοπικής κοινωνίας. Λίγα χρόνια πριν από την έκρηξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου τάχθηκε με το μέρος των παλαιοημερολογιτών και παύθηκε από τη θέση του. Το 1940 εξέδωσε τον ανέκδοτο Δ’ τόμο της Ερμηνείας στην Καινή Διαθήκη του Δαμαλά, που περιείχε το κατά Ιωάννην.






Γκλαβάνης Κωνσταντίνος (1854-1932)









Κωνσταντίνος Γκλαβάνης


Βιομήχανος και πολιτικός, γεννημένος στη Ζαγορά Πηλίου. Νεότατος ακόμη έφυγε για τη Ρωσία όπου παρέμεινε σχεδόν για 15 χρόνια ασχολούμενος με το εμπόριο και μετά μια σύντομη παραμονή στην Κωνσταντινούπολη επέστρεψε στο Βόλο, που τότε ήταν μια πόλη λίγων χιλιάδων κατοίκων, γοργά αναπτυσσόμενη όμως Βιομηχανικά και εμπορικά.


Στο Βόλο ο Γκλαβάνης συνέβαλε όσο λίγοι στη δημιουργία του βιομηχανικού Βόλουκαι τη μεταμόρφωσή του στις αρχές του αιώνα σε ένα δυναμικό αστικό χώρο. Ίδρυσε στο Βόλο τη γνωστή μεγάλη βιομηχανία μηχανημάτων «Γκλαβάνη» και ασχολήθηκε με την πολιτική, ιδρύοντας μαζί με τον Γεώργιο Φιλάρετο το πρώτο Δημοκρατικό Κόμμα. Προσχώρησε από τους πρώτους κατά την έλευση του Βενιζέλου στο Φιλελεύθερο Κόμμα, εξελέγη δήμαρχος Βόλου επί 14 χρόνια και επί δημαρχίας του έγινε δεκτή η εισήγηση του Δημητρίου Σαράτση για την ίδρυση του Ανώτερου Δημοτικού Παρθεναγωγείου. Αναμφισβήτητα χωρίς το φιλελεύθερο πνεύμα των Γκλαβάνη και Σαράτση, το οποίο φυσικά είχε αναπτυχθεί μέσα σε ένα γενικότερο μοντερνιστικό κλίμα στο Βόλο της εποχής εκείνης, δεν θα είχε γίνει πραγματικότητα η λειτουργία ενός τόσο φιλελεύθερου σχολείου. Ο Γκλαβάνης πέθανε το 1932 σε ηλικία 78 ετών, ενώ την πολιτική και επιχειρηματική παράδοση συνέχισαν οι γιοι του Ευάγγελος και Τζων Γκλαβάνης.






Κούρτοβικ Δημοσθένης (1870 – 1929)









Δημοσθένης Κούρτοβικ


Δημοσιογράφος και εκδότης της εφημερίδας «Κήρυξ» του Βόλου (1907-1920), γεννημένος στην Αθήνα. Ήταν επίσης διευθυντής των εφημερίδων «Άγων» το 1901 και «Λαός» το 1907. Ο «Κήρυξ» πρωτοστάτησε στις αντιδράσεις κατά της λειτουργίας του Παρθεναγωγείου και κατά του Δελμούζου. Ο ίδιος ο Κούρτοβικ με σειρά πύρινων άρθρων του προσπάθησε να υπερασπιστεί τα «ιερά και τα όσια» της θρησκείας και της γλώσσας, όπως ακριβώς τα εννοούσε η συντηρητική πλευρά. Η επιχειρηματολογία του αναφερόταν στο «μαλλιαρισμό» και στη «διαίρεση της πόλεως εις αριστοκράτας και πληβείους», ενώ συγχρόνως τόνιζε το νεαρόν της ηλικίας του Δελμούζου και επομένως το ακατάλληλον για μια τόσο ευαίσθητη θέση διευθυντού ενός σχολείου θηλέων. Κατέθεσε ως μάρτυς κατηγορίας στη δίκη του Ναυπλίου το 1914. Το 1926 υπήρξε αρθρογράφος της εφημερίδας του Βόλου «Σημαία» με το ψευδώνυμο Τωβίας. Παρά τον έντονο λαϊκισμό του – κιτρινισμό θα το λέγαμε σήμερα – και τη συντηρητικότητά του, ο Κούρτοβικ υπήρξε μια πολύ καλή δημοσιογραφική πένα. Πέθανε στην Αθήνα σε ηλικία 59 ετών.





Ζάχος Κωνσταντίνος (1881 – 1966)









Κωνσταντίνος Ζάχος


Δικηγόρος, γεννημένος στο Βόλο και καταγόμενος από τη Σιάτιστα. Ήταν ο διευθυντής της ιστορικής εφημερίδας «Εργάτης» του Βόλου, η οποία εκδόθηκε το 1907 από την πρώτη αμιγώς εργατική δευτεροβάθμια οργάνωση «Η Αδελφότης», πρόεδρος της οποίας ήταν ο ίδιος. Υπήρξε η ψυχή αυτής της πρωτοπόρος εφημερίδας, η οποία έκανε μεγάλη αίσθηση στους κύκλους των δημοτικιστών, εκφράζοντας τις ανερχόμενες σοσιαλιστικές τάσεις στην Ελλάδα – στις στήλες της παρουσιάστηκε το 1908 για πρώτη φορά στο ελληνικό κοινό μαρξιστικό κείμενο, το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο» των Κ. Μαρξ και Φ. Ενγκελς, σε μετάφραση του Κωνσταντίνου Χατζόπουλου. Ήταν αδελφός του αρχιμανδρίτη Πολύκαρπου, του ιδρυτή του θρησκευτικό – φιλολογικού συλλόγου «Οι Τρεις Ιεράρχαι» στο Βόλο, καθώς και της ομώνυμης σημαντικής βιβλιοθήκης και εξάδελφος του γνωστού αρχιτέκτονα Αριστοτέλη Ζάχου. Ήταν κατηγορούμενος μαζί με τον Δελμούζο στη δίκη του Ναυπλίου και παρά την αθωωτική απόφαση το 1914 έφυγε από το Βόλο και εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου και συνέχισε να ασκεί το επάγγελμα του δικηγόρου μέχρι το 1958. Πέθανε στη Θεσσαλονίκη σε ηλικία 85 ετών.










Πηγές


Ελευθεροτυπία, Περιοδικό Ιστορικά, « Τα Αθεϊκά του Βόλου και ο Δελμούζος», τεύχος 36, 22 Ιουνίου 2000.


«Η Δίκη του Ναυπλίου», 16-28 Απριλίου 1914. Στενογραφημένα Πρακτικά. Η δικαίωση της δημοτικής γλώσσας και της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης. Εκδόσεις «Διόνυσος», Αθήναι, 1976.

Τετάρτη 9 Ιουλίου 2014

Η Δίκη των Πιθήκων

Μία από τις δέκα πιο σημαντικές δίκες στη νομική ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών. Ο επίσημος τίτλος της είναι «Πολιτεία του Τενεσί κατά του Τζον Τόμας Σκόουπς». Εντάσσεται στο πλαίσιο της διαμάχης μεταξύ «δημιουργιστών» και «δαρβινιστών».
«Δημιουργιστές» ονομάζουμε όσους συντάσσονται με την άποψη της Εκκλησίας ότι η δημιουργία του κόσμου είναι αποτέλεσμα της Θείας Χάριτος. Σήμερα, η θέση αυτή, τουλάχιστον στις ΗΠΑ, έχει μετασχηματισθεί στη θεωρία του ευφυούς σχεδιασμού, που υποστηρίζει ότι στην αρχή της εξέλιξης του Σύμπαντος υπήρξε ένα υπερφυσικό σχέδιο, μια επέμβαση του Δημιουργού Θεού. Οι «Δαρβινιστές» αποδέχονται τη θεωρία του βρετανού φυσιοδίφη Κάρολου Δαρβίνου (1809-1882), που υποστηρίζει ότι τα ζωικά και φυτικά είδη προέκυψαν από την αργή εξέλιξη απλούστερων μορφών ζωής, με γενετικές μεταλλάξεις και με τη φυσική επιλογή. Μια θεωρία που είναι γενικά αποδεκτή από την επιστημονική κοινότητα.
Το ιστορικό της δίκης ξεκινά στις 21 Μαρτίου 1925, όταν η Βουλή της Πολιτείας του Τενεσί στις ΗΠΑ ψηφίζει τον νόμο Μπάτλερ που «απαγορεύει τη διδασκαλία στα σχολεία κάθε θεωρίας που αρνείται τη θεϊκή καταγωγή του ανθρώπου και υποστηρίζει ότι ο άνθρωπος προέρχεται από κατώτερες μορφές ζωικών οργανισμών». Ο νεαρός καθηγητής βιολογίας Τζον Σκόουπς αψηφά τον νόμο και συνεχίζει να διδάσκει τους μαθητές του στο Λύκειο του Ντέιτον τη θεωρία του Δαρβίνου, δηλαδή «την καταγωγή του ανθρώπου από τον πίθηκο», όπως έλεγαν περιπαικτικά οι Δημιουργιστές. Η Εισαγγελία της Πολιτείας κινείται δικαστικά εναντίον του Σκόουπς και του ασκεί ποινική δίωξη.
Ο καθηγητής Τζον Τόμας Σκόουπς
Η δίκη του νεαρού καθηγητή προσδιορίστηκε για τις 10 Ιουλίου 1925 στο Ντέιτον του Τενεσί, μια πολιτεία που βρίσκεται στον συντηρητικό Αμερικανικό Νότο και ανήκει στη λεγόμενη «Ζώνη της Βίβλου». Το άσημο Ντέιτον συγκέντρωσε εν μία νυκτί τα φώτα της δημοσιότητας. Εκατοντάδες δημοσιογράφοι συνέρρευσαν για να καλύψουν τη δίκη και η μεγάλης κυκλοφορίας εφημερίδα «Σικάγο Τρίμπιουν» έστησε ένα ραδιοφωνικό σταθμό για την απευθείας μετάδοση της δίκης, κάτι που συνέβαινε για πρώτη φορά στα δικαστικά χρονικά των ΗΠΑ.

Τα δικαστικά έξοδα του κατηγορουμένου ανέλαβε η Αμερικανική Ένωση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ACLU) και την υπεράσπισή του ο κορυφαίος ποινικολόγος των ΗΠΑ Κλάρενς Ντάροου. Συνήγορος πολιτικής αγωγής εκ μέρος χριστιανικών οργανώσεων παρέστη ο πολιτικός Ουίλιαμ Τζένιγκς Μπράιαν, διαπρύσιος κήρυκας του αντιδαρβινισμού. Ήταν σπουδαίος ρήτορας, αλλά είχε να δικηγορήσει τριάντα χρόνια. Του τοπικού δικαστηρίου των ενόρκων προΐστατο ο δικαστής Τζον Ρόλστον.
Η δίκη ξεκίνησε πράγματι στις 10 Ιουλίου 1925 και εξελίχθηκε σε μια μονομαχία Ντάροου - Μπράιαν. Ο Ντάροου προσπάθησε στην αρχή να κηρύξει τον νόμο αντισυνταγματικό, επειδή καλλιεργούσε το θρησκευτικό μίσος μεταξύ των πολιτών. Απέτυχε, όμως, καθώς ο δικαστής Ρόλστον απέρριψε το αίτημά του. Στη συνέχεια κάλεσε ως μάρτυρα τον δικηγόρο της πολιτικής αγωγής και χριστιανό ακτιβιστή Ουίλιαμ Τζένινγκς Μπράιαν και τον «στρίμωξε» αρκετά με τις ερωτήσεις του, κερδίζοντας τις εντυπώσεις του ακροατηρίου.
Κλάρενς Ντάροου - Ουίλιαμ Τζ. Μπράιαν
Η ζέστη, όμως, ήταν αφόρητη και η δίκη συνεχίστηκε στον περίβολο του δικαστηρίου, κάτω από τον ίσκιο των μεγάλων δέντρων. Η υπεράσπιση έφερε διαπρεπείς επιστήμονες να καταθέσουν για τη θεωρία της εξέλιξης, αλλά και αυτό το αίτημα απορρίφθηκε από τον δικαστή Ρόλστον. Ο Ντάροου αντέδρασε έντονα και θεώρησε ότι ο ρόλος του στη δίκη έληξε. Στις 21 Ιουλίου 1925 οι ένορκοι εξέδωσαν την απόφασή τους, που ήταν καταδικαστική. Ο δικαστής Ρόλστον επέβαλε στον νεαρό καθηγητή Τζον Σκόουπς χρηματική ποινή 100 δολαρίων, ποσό ιδιαίτερα σημαντικό για την εποχή.

Πέντε ημέρες αργότερα ο κατήγορος του Σκόουπς, Ουίλιαμ Τζένιγκς Μπράιαν, πέθανε στον ύπνο του σε ηλικία 65 ετών. Πολλοί είπαν ότι έφταιξε η εξαντλητική εξέτασή του από τον Ντάρελ, όμως η αλήθεια είναι ότι έπασχε από διαβήτη. Στις 15 Ιανουαρίου 1927, ο Κλάρενς Ντάροου υποστήριξε την αναίρεση του Τζον Σκόουπς, ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Πολιτείας του Τενεσί. Το δικαστήριο αθώωσε τον Σκόουπς για τυπικούς λόγους, επειδή την απόφαση για την επιβολή της χρηματικής ποινής έπρεπε να πάρουν οι ένορκοι και όχι δικαστής.
Τον δικαστήριο δεν μπήκε στην ουσία της υπόθεσης και άφησε ανέπαφο τον νόμο Μπάτλερ, που καταργήθηκε σαράντα χρόνια αργότερα με απόφαση της Βουλής του Τενεσί (16 Μαΐου 1967). Η διαμάχη «δημιουργιστών» και «δαρβινιστών» κυρίως στο χώρο της εκπαίδευσης συνεχίζεται με αμείωτη ένταση στις ΗΠΑ.



ΠΗΓΗ: http://www.sansimera.gr/articles/292#ixzz3711RduG9