Παρασκευή 30 Μαΐου 2014

NOAM ΤΣΟΜΣΚΙ: Με δέκα τεχνικές ελέγχουν το μυαλό μας



Ο Αμερικανός ακαδημαϊκός και στοχαστής, Νόαμ Τσόμσκι, αναλύει τις δέκα τεχνικές για τη χειραγώγηση της κοινής γνώμης. Το κείμενο αποτελεί μέρος μιας συλλογής συνεντεύξεων του Ν.Τσόμσκι, όπου ο κορυφαίος διανοητής διαπιστώνει διεισδυτικές παρατηρήσεις για τους θεσμούς που διαμορφώνουν τη σκέψη του κοινού και οι οποίοι βρίσκονται στην υπηρεσία της ισχύος και του κέρδους.

1. Η τεχνική της διασκέδασης
Πρωταρχικό στοιχείο του κοινωνικού ελέγχου, η τεχνική της διασκέδασης συνίσταται στη στροφή της προσοχής του κοινού από τα σημαντικά προβλήματα και από τις μεταλλαγές που αποφασίστηκαν από τις πολιτικές και οικονομικές ελίτ, με ένα αδιάκοπο καταιγισμό διασκεδαστικών και ασήμαντων λεπτομερειών.

Η τεχνική της διασκέδασης είναι επίσης απαραίτητη για να αποτραπεί το κοινό από το να ενδιαφερθεί για ουσιαστικές πληροφορίες στους τομείς της επιστήμης, της οικονομίας, της Ψυχολογίας, της Νευροβιολογίας και της Κυβερνητικής. «Κρατήστε αποπροσανατολισμένη την προσοχή του κοινού, μακριά από τα αληθινά κοινωνικά προβλήματα, αιχμαλωτισμένη σε θέματα χωρίς καμιά πραγματική σημασία.

Κρατήστε το κοινό απασχολημένο, απασχολημένο, απασχολημένο, χωρίς χρόνο για να σκέφτεται· να επιστρέφει κανονικά στη φάρμα με τα άλλα ζώα». Απόσπασμα από το Όπλα με σιγαστήρα για ήσυχους πολέμους.

2 . Η τεχνική της δημιουργίας προβλημάτων, και στη συνέχεια παροχής των λύσεων
Αυτή η τεχνική ονομάζεται επίσης «πρόβλημα-αντίδραση-λύση». Πρώτα δημιουργείτε ένα πρόβλημα, μια «έκτακτη κατάσταση» για την οποία μπορείτε να προβλέψετε ότι θα προκαλέσει μια συγκεκριμένη αντίδραση του κοινού, ώστε το ίδιο να ζητήσει εκείνα τα μέτρα που εύχεστε να το κάνετε να αποδεχτεί.

Για παράδειγμα: αφήστε να κλιμακωθεί η αστική βία, ή οργανώστε αιματηρές συμπλοκές, ώστε το κοινό να ζητήσει τη λήψη μέτρων ασφαλείας που θα περιορίζουν τις ελευθερίες του.

Ή, ακόμη: δημιουργήστε μια οικονομική κρίση για να κάνετε το κοινό να δεχτεί ως αναγκαίο κακό τον περιορισμό των κοινωνικών δικαιωμάτων και την αποδόμηση των δημοσίων υπηρεσιών.

3. Η τεχνική της υποβάθμισης
Για να κάνει κάποιος αποδεκτό ένα απαράδεκτο μέτρο, αρκεί να το εφαρμόσει σταδιακά κατά «φθίνουσα κλίμακα» για μια διάρκεια 10 ετών. Μ’ αυτόν τον τρόπο επιβλήθηκαν ριζικά νέες κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες (νεοφιλελευθερισμός) στις δεκαετίες του 1980 και 1990.

Μαζική ανεργία, αβεβαιότητα, «ευελιξία», μετακινήσεις, μισθοί που δεν διασφαλίζουν πια ένα αξιοπρεπές εισόδημα· τόσες αλλαγές, που θα είχαν προκαλέσει επανάσταση, αν είχαν εφαρμοστεί αιφνιδίως και βίαια.

4. Η στρατηγική της αναβολής (Σαλαμοποιήση)
Ένας άλλος τρόπος για να γίνει αποδεκτή μια αντιλαϊκή απόφαση είναι να την παρουσιάσετε ως «οδυνηρή αλλά αναγκαία», αποσπώντας την συναίνεση του κοινού στο παρόν, για την εφαρμογή της στο μέλλον. Είναι πάντοτε πιο εύκολο να αποδεχτεί κάποιος αντί μιας άμεσης θυσίας μια μελλοντική. Πρώτα απ’όλα, επειδή η προσπάθεια δεν πρέπει να καταβληθεί άμεσα.

Στη συνέχεια, επειδή το κοινό έχει πάντα την τάση να ελπίζει αφελώς ότι «όλα θα πάνε καλύτερα αύριο» και ότι μπορεί, εντέλει, να αποφύγει τη θυσία που του ζήτησαν. Τέλος, μια τέτοια τεχνική αφήνει στο κοινό ένα κάποιο χρονικό διάστημα, ώστε να συνηθίσει στην ιδέα της αλλαγής, και να την αποδεχτεί μοιρολατρικά, όταν κριθεί ότι έφθασε το πλήρωμα του χρόνου για την τέλεσή της.

5 . Η στρατηγική του να απευθύνεσαι στο κοινό σαν να είναι μωρά παιδιά
Η πλειονότητα των διαφημίσεων που απευθύντονται στο ευρύ κοινό χρησιμοποιούν έναν αφηγηματικό λόγο, επιχειρήματα, πρόσωπα και έναν τόνο ιδιαιτέρως παιδικό, εξουθενωτικά παιδιάστικο, σαν να ήταν ο θεατής ένα πολύ μικρ ό παιδί ή σαν να ήταν διανοητικώς ανάπηρος.

Όσο μεγαλύτερη προσπάθεια καταβάλλεται να εξαπατηθεί ο θεατής, τόσο πιο παιδιάστικος τόνος υιοθετείται από τον διαφημιστή. Γιατί; «Αν [ο διαφημιστής] απευθυνθεί σε κάποιον σαν να ήταν παιδί δώδεκα ετών, τότε είναι πολύ πιθανόν να εισπράξει, εξαιτίας του έμμεσου και υπαινικτικού τόνου, μιαν απάντηση ή μιαν αντίδραση τόσο απογυμνωμένη από κριτική σκέψη, όσο η απάντηση ενός δωδεκάχρονου παιδιού». Απόσπασμα από το «Όπλα με σιγαστήρα για ήσυχους πολέμους».



6 . Η τεχνική του να απευθύνεστε στο συναίσθημα μάλλον παρά στη λογική
Η επίκληση στο συναίσθημα είναι μια κλασική τεχνική για να βραχυκυκλωθεί η ορθολογιστική ανάλυση, επομένως η κριτική αντίληψη των ατόμων. Επιπλέον, η χρησιμοποίηση του φάσματος των αισθημάτων επιτρέπει να ανοίξετε τη θύρα του ασυνείδητου για να εμφυτεύσετε ιδέες, επιθυμίες, φόβους, παρορμήσεις ή συμπεριφορές...

7. Η τεχνική του να κρατάτε το κοινό σε άγνοια και ανοησία
Συνίσταται στο να κάνετε το κοινό να είναι ανίκανο να αντιληφθεί τις τεχνολογίες και τις μεθοδολογίες που χρησιμοποιείτε για την υποδούλωσή του. «Η ποιότητα της εκπαίδευσης που παρέχεται στις κατώτερες κοινωνικές τάξεις πρέπει να είναι πιο φτωχή, ώστε η τάφρος της άγνοιας που χωρίζει τις κατώτερες τάξεις από τις ανώτερες τάξεις να μη γίνεται αντιληπτή από τις κατώτερες». Απόσπασμα από το «Ὀπλα με σιγαστήρα για ήσυχους πολέμους».

8. Η τεχνική του να ενθαρρύνεις το κοινό να αρέσκεται στη μετριότητα
Συνίσταται στο να παρακινείς το κοινό να βρίσκει «cool» ό,τι είναι ανόητο, φτηνιάρικο και ακαλλιέργητο.

9. Η τεχνική του να αντικαθιστάς την εξέγερση με την ενοχή
Συνίσταται στο να κάνεις ένα άτομο να πιστεύει ότι είναι το μόνο υπεύθυνο για την συμφορά του, εξαιτίας της διανοητικής ανεπάρκειάς του, της ανεπάρκειας των ικανοτήτων του ή των προσπαθειών του. Έτσι, αντί να εξεγείρεται εναντίον του οικονομικού συστήματος, απαξιώνει τον ίδιο τον εαυτό του και αυτο-ενοχοποιείται, κατάσταση που περιέχει τα σπέρματα της νευρικής κατάπτωσης, η οποία έχει μεταξύ άλλων και το αποτέλεσμα της αποχής από οποιασδήποτε δράση. Και χωρίς τη δράση, γλιτώνετε την επανάσταση!

10. Η τεχνική του να γνωρίζεις τα άτομα καλύτερα από όσο γνωρίζουν τα ίδια τον εαυτό τους
Στη διάρκεια των τελευταίων πενήντα ετών, οι κατακλυσμιαία πρόοδος της επιστήμης άνοιξε μια ολοένα και πιο βαθειά τάφρο ανάμεσα στις γνώσει του ευρέως κοινού και στις γνώσεις που κατέχουν και χρησιμοποιούν οι ιθύνουσες ελίτ.


Χάρη στη Βιολογία, τη Νευροβιολογία και την εφαρμοσμένη ψυχολογία, το «σύστημα» έφτασε σε μια εξελιγμένη γνώση του ανθρώπινου όντος, και από την άποψη της φυσιολογίας και από την άποψη της ψυχολογίας.

Το σύστημα έφτασε να γνωρίζει τον μέσο άνθρωπο καλύτερα απ’ όσο γνωρίζει ο ίδιος τον εαυτό του. Αυτό σημαίνει ότι στην πλειονότητα των περιπτώσεων, το σύστημα ασκεί έναν πολύ πιο αυξημένο έλεγχο και επιβάλλεται με μια μεγαλύτερη ισχύ επάνω στα άτομα απ’ όσο τα άτομα στον ίδιο τον εαυτό τους.

Και όμως για να καταρρεύσουν όλα αυτά αρκεί μια στιγμή αφύπνισης. Το "κόκκινο χάπι" που έλεγε ο Μορφέας στόν Νέο στην ταινία Μatrix. Αν υπάρξει έστω μια φευγαλέα στιγμή αφύπνισης όλο το οικοδόμημα καταστρέφεται και πέφτει όπως μια κουρτίνα, και το κυριότερο η κουρτίνα αυτή δεν μπορεί να αναρτηθεί ξανά. Για αυτό σας παρουσιάζουμε τις 10 τεχνικές, μόλις τις παρατηρήσετε ότι συμβαίνουν γύρω σας και εφαρμόζονται κάθε μέρα, η αφύπνιση έρχεται νομοτελειακά. Για όποιον θέλει περισσότερη αφύπνιση ας διαβάσει το "σπήλαιο του Πλάτωνα" και θα ξημερώσει ένας καινούριος κόσμος.

.

Τετάρτη 28 Μαΐου 2014

Φασισμός (Αναδημοσίευση από http://www.enikos.gr/mpogiopoulos/238508,Fasismos.html)




Γράφει ο Νίκος Μπογιόπουλος




Η κάλπη και τα εκλογικά ποσοστά δεν αποτελούν κολυμβήθρα του Σιλωάμ για τον φασισμό, για τον ναζισμό, για την ακροδεξιά. Αν ήταν έτσι, ο Χίτλερ με το 44% και το 33% που είχε πάρει στις εκλογές του 1933 στη Γερμανία θα ήταν «Άγιος». Αν ήταν έτσι η Λεπέν με το 25% στη Γαλλία θα ήταν «οσία». Ο Φάρατζ με το 29% στη Βρετανία και οι ακροδεξιοί με τα διψήφια ποσοστά από την Δανία και την Ουγγαρία μέχρι την Αυστρία και την Ολλανδία θα ήταν «ιεραπόστολοι».


Εκείνο που επιβεβαιώνουν αυτά τα ποσοστά είναι ότι το φίδι του φασισμού εκτρέφεται και μεγαλώνει μέσα στο πλαίσιο μιας δημοκρατίας, της αστικής δημοκρατίας, η οποία ενώ είναι η ίδια που το επωάζει και το ταΐζει σε πανευρωενωσιακό επίπεδο, είναι και η ίδια που παριστάνει την «σοκαρισμένη» από την ανάπτυξή του.


Η γέννηση του φασισμού, ή άνοδός του και η σημερινή του αναβίωση αποτελεί έκφραση της επιβεβαιωμένης ιστορικά αλήθειας ότι µια κοινωνία, κάτω από ιδιαίτερες συνθήκες, μπορεί να οδηγείται κάποιες φορές σε παράκρουση. Το φαινόμενο δεν είναι απίθανο. Άλλωστε, με την κατάλληλη προπαγάνδα και την κατάλληλη πλύση εγκεφάλου, το ίδιο εύκολα µπορεί κάποιος να µάθει ότι 2+2 δεν κάνει 4, αλλά 5, όπως έλεγε ο Μπρεχτ. Συνέβη στις αρχές του 20ού αιώνα στην Αμερική, όταν οι «Αµερικαναράδες», οι ιδεολογικοί αντίστοιχοι των «Ελληναράδων», υποδείκνυαν ως υπαίτιους όλων των δεινών τους Έλληνες, τότε, µετανάστες. Συνέβη στη Γερµανία του Μεσοπολέµου, όταν ως «αιτία της κρίσης» στοχοποιούνταν το «διαφορετικό» και σταµπαριζόταν µε ένα κίτρινο αστέρι στο ύψος της καρδιάς. Τέτοιου είδους «µνήμες» φρεσκάρονται χρόνια τώρα στην ΕΕ. Ήταν ο Κάμερον, ο πρωθυπουργός της Βρετανίας (εκεί που οι ακροδεξιοί πήραν την πρώτη θέση στις εκλογές) από κοινού με την καγκελάριο Μέρκελ της Γερμανίας (εκεί που για πρώτη φορά οι ναζί εξέλεξαν ευρωβουλευτή) που συνομολογούσαν τον Φλεβάρη του 2011 ότι στην Ευρώπη επήλθε το «τέλος» του πολυπολιτιστικού μοντέλου» το οποίο «απέτυχε»…


Ο φασισμός γεννιέται μέσα στους υπονόμους του συστήματος της αγριότητας, της εκμετάλλευσης, της σήψης, της διαφθοράς. Σε συνθήκες κρίσης, δε, αυτού του συστήματος, του καπιταλιστικού συστήματος, γιγαντώνεται και αξιοποιείται από τις κυρίαρχες οικονομικές ελίτ (σσ: θα δούμε σε επόμενο σημείωμα πως συγκεκριμένα γίνεται αυτό στην Ελλάδα) ώστε να διατηρήσουν την κυριαρχία τους με μοχλό τον αυταρχισμό και την τρομοκρατία.


Ανάλογα με το μέγεθος της κρίσης ορίζονται και οι ανάγκες της οικονομικής ολιγαρχίας. Για να τσακίσει τις αντιστάσεις ή για να ξεστρατίσει την οργή που προκαλεί η πολιτική της, με την οποία μετακυλύει τα βάρη της κρίσης στο λαό, ο φασισμός αξιοποιείται είτε ως επικουρικός παρακρατικός μηχανισμός της εξουσίας της, είτε ακόμα και ως επίσημη μορφή πολιτικής διαχείρισης των υποθέσεών της.
Αυτό συνέβη το 1919 στην Ιταλία όταν ο μεγιστάνας Ανιέλι έπαιρνε από το χεράκι τον Μουσολίνι και τον παρουσίαζε στους βιομηχάνους, στην έδρα του Συνδέσμου Βιομηχάνων της Ιταλίας, ως τον πιστότερο υπηρέτη της τάξης τους.
Όταν συγκροτούνταν τάγματα εφόδου χρηματοδοτούμενα από εργοστασιάρχες και χτυπούσαν εργάτες και απεργίες, όπως γινόταν το 1920 στην Ιταλία από τους μελανοχίτωνες.
Όταν ο βασιλιάς Βιτόριο Εμμανουέλε έπαιρνε υπό την αγκάλη του τον «Ντούτσε» και τον διόριζε πρωθυπουργό το 1922.
Αυτό συνέβη στη Γερμανία με τον Χίτλερ που έκανε πραξικόπημα το 1923 και δέκα χρόνια αργότερα οι τραπεζίτες και οι βιομήχανοι τον διόρισαν καγκελάριο.
Χρειάζονταν εκείνη την μορφή πολιτικής διαχείρισης, που θα μπορούσε να εγγυηθεί μέσα από την θηριωδία και την κτηνωδία των μεθόδων της ότι τώρα πλέον ότι θα τεθεί «το κράτος στην υπηρεσία του ιδιωτικού κεφαλαίου», όπως τους υποσχέθηκε ο Χίτλερ από τη Λέσχη των Γερμανών Βιομηχάνων του Ντίσελντορφ το 1933.
Όταν, δε, απειλείται η εξουσία της άρχουσας τάξης ή σε συνθήκες πολιτικής αστάθειας αυτής της εξουσίας, οι ελίτ δεν αναμένουν πότε ο φασισμός θα αποκτήσει κοινωνικό έρεισμα για να τον αξιοποιήσουν. Τον επιβάλλουν «από τα πάνω»: Αυτό συνέβη το 1973 στη Χιλή, το 1936 στην Ισπανία, το 1936 και το 1967 στην Ελλάδα.


Ο φασισμός αξιοποιεί την φτωχοποίηση πλατιών κοινωνικών στρωμάτων για να αποκτήσει κοινωνική βάση. Ειδικά των μικρομεσαίων στρωμάτων που καταστρέφονται και που τα κηρύγματα περί «δημοκρατίας» ειδικά όταν προέρχονται από την αστική δημοκρατία που τους καταστρέφει, όταν προέρχονται από τα κόμματα ή από τα ΜΜΕ αυτής της δημοκρατίας, δεν τους λένε τίποτα. Το αντίθετο. Τα κόμματα και τα ΜΜΕ του κατεστημένου (όπως αυτά που διαφήμιζαν την σοβαρότητα των φασιστών), όσο περισσότερο «βρίζουν» τους φασίστες - χωρίς βέβαια ποτέ να αποκαλύπτουν το ρόλο τους - τόσο περισσότερο τους «ηρωοποιούν» στα μάτια των κατεστραμμένων. Τα στρώματα αυτά συνδέουν την επιβίωσή τους με την ικανοποίηση της οργής τους η οποία επαφίεται στους πιο λαϊκιστές και τους πιο… βαρβάτους «τιμωρούς».


Για την δυνατότητα του φασισμού να διεισδύει στην κοινωνική συνείδηση οι επισημάνσεις από την ιστορική εισήγηση του Γκεόργκι Δημητρόφ στο 7ο συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς το 1935 αποκτούν δραματική επικαιρότητα και συνιστούν πολύτιμο εργαλείο:


ΠΡΩΤΟ: Ορισμένοι λένε ότι η κρίση και η φτωχοποίηση δεν είναι μια από τις αιτίες ενίσχυσης του φασισμού γιατί σε αντίθεση με την Ελλάδα των Μνημονίων σε άλλες χώρες της ΕΕ, επίσης γιγαντώνεται ο φασισμός, αλλά εκεί «δεν υπάρχει κρίση». «Ξεχνούν» ότι στην Ευρώπη έχει εγκαθιδρυθεί η κοινωνία των 2/3 και πάμε ολοταχώς για την κοινωνία του 1/3. «Ξεχνούν» ότι στη Γερμανία - «ατμομηχανή» της ΕΕ υπάρχουν 16 εκατομμύρια φτωχοί και κοινωνικά αποκλεισμένοι. Ότι υπάρχουν 7,5 εκατομμύρια εργαζόμενοι με μηνιαίο εισόδημα 400 ευρώ το μήνα. «Ξεχνούν» ότι στη Γαλλία υπάρχουν 8 εκατομμύρια φτωχοί, άνεργοι και κοινωνικά αποκλεισμένοι που αναζητούν καταφύγιο στα γκέτο και στις όχθες του Σηκουάνα. «Ξεχνούν» ότι στην Ολλανδία εκφράστηκε με τον πιο καθαρό τρόπο η βαρβαρότητα της καπιταλιστικής «ευημερίας» όταν - και παρότι η χώρα εμφάνιζε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης - το 2012 πήγε σε εκλογές με επίδικο την επιβολή λιτότητας ύψους 16 δισ. ευρώ στις πλάτες του ολλανδικού λαού. «Ξεχνούν» ότι στη Βρετανία, αν και εκτός Ευρωζώνης και χωρίς την ανάγκη να βαφτίσει τη λιτότητα με τον όρο «μνημόνιο», εφαρμόζεται η πολιτική της κοινωνικής λεηλασίας, στην οποία οι ίδιοι οι φορείς της έχουν προσδώσει τον κωδικό «δάκρυα και αίμα». Προφανώς «ξεχνούν» ότι μιλάμε για την ΕΕ των 30 εκατομμυρίων ανέργων και των 120 εκατομμυρίων απόκληρων.


ΔΕΥΤΕΡΟ: Η δημαγωγία του φασισμού, η φασιστική «ιδεολογία», ένα τόσο αντιδραστικό έκτρωμα της αστικής ιδεολογίας που συχνά στον παραλογισμό της φτάνει ως την τρέλα, αποκτά τη δυνατότητα να αποκτήσει επιρροή πάνω στις μάζες όσο η προχωρημένη σήψη του καπιταλισμού εισχωρεί στα κατάβαθα της ιδεολογίας του και του πολιτισμού του. Όταν το σύστημα της διαφθοράς έχει φτάσει σε τέτοιο σημείο σήψης ώστε να φτάνει να κάνει σημαία του το «όλοι μαζί τα φάγαμε», τότε, σε συνδυασμό με την απελπιστική κατάσταση πλατιών λαϊκών μαζών, ορισμένα τέτοια ευαίσθητα στρώματα κολλάνε από τα ιδεολογικά απορρίμματα της σήψης αυτής. Ουδείς πρέπει να υποτιμά την αποτελεσματική ικανότητα της ιδεολογικής επιδημίας του φασισμού να εισχωρεί στην κοινωνική συνείδηση, ειδικά σε συνθήκες σήψης που ξεκινά από τις πλαστές πινακίδες Λιάπη μέχρι τις μίζες της Ζήμενς και από τις «λίστες Λαγκάρντ» μέχρι τα σκάνδαλα των ΜΚΟ και των εξοπλιστικών προγραμμάτων.


ΤΡΙΤΟ: Ο φασισμός αξιοποιεί την αποδυνάμωση των δημοκρατικών, πολιτικών και κοινωνικών ελευθεριών. Πριν κάνει ο Χίτλερ τη χρήση του άρθρου 48 του Συντάγματος της Βαϊμάρης που επέβαλε «γύψο» στη Γερμανία το είχαν κάνει οι φιλελεύθεροι και οι σοσιαλδημοκράτες. Αυτή η αποδυνάμωση των δημοκρατικών αντανακλαστικών που επέρχεται από την τακτική μιας διακυβέρνησης μέσω Πράξεων Νομοθετικού Περιεχομένου, επιβολής του «μαύρου» στις τηλεοπτικές οθόνες, επιβολή απαγορεύσεων συναθροίσεων λόγω έλευσης καγκελαρίων και υποπλανηταρχών, επιβολής Μνημονίων με συνοπτικές διαδικασίες κοκ, «εκπαιδεύει» κοινωνικά στρώματα στην λογική της αποδοχής των «εκτροπών». Το ίδιο συμβαίνει με την «καθαγίαση» των φασιστών και των ακροδεξιών μέσω της συμμετοχής τους σε κυβερνητικά σχήματα της αστικής δημοκρατίας, από την Αυστρία μέχρι τη Νορβηγία και την Ουκρανία – για να μην μιλήσουμε για την κυβέρνηση Παπαδήμου στην Ελλάδα… Το ίδιο συμβαίνει με την αποδοχή της ακροδεξιάς ατζέντας. Έχει αποδειχτεί από τη Γαλλία του Σαρκοζί μέχρι τον ημέτερο «Ξένιο Δία»: Οπότε η άρχουσα τάξη και τα κόμματά της αποφάσισαν να προωθήσουν τα ταξικά και ιδιαίτερα πολιτικά τους συµφέροντα παίζοντας το χαρτί της μισαλλοδοξίας, του ρατσισμού και του εθνικισµού, και µάλιστα στο όνοµα του «κατευνασµού» της Ακροδεξιάς, έσυραν την κοινωνία στη βαρβαρότητα και έγιναν τροφοί του φασιστικού φιδιού.


ΤΕΤΑΡΤΟ: Ο φασισμός «παίζει» με το αίσθημα εθνικής αξιοπρέπειας. Ο φασισμός εκφράζει την πιο αντιδραστική μορφή του αστικού εθνικισμού. Για να διευκολύνει την διαιώνιση της ταξικής κυριαρχίας των ισχυρών, αποδίδει τα δεινά του λαού στην «εθνοτική του υποτίμηση» και όχι στην ταξική του καταπίεση. H φασιστική κλίκα, με το πρόσχημα ότι υπερασπίζεται τα πανεθνικά συμφέροντα, προωθεί την πολιτική καταπίεσης και εκμετάλλευσης του ίδιου της του λαού και της καταλήστευσης και υποδούλωσης άλλων λαών. Χρησιμοποιεί ως λίπασμα μετατροπής του πατριωτισμού σε σωβινισμό τον εθνικό μηδενισμό, που τον πλασάρουν με τη μάσκα του «διεθνισμού» οι ιδεολογικοί φορείς του κεφαλαίου που δεν έχει πατρίδα. Οι φασίστες μετατρέπουν την εθνική υπερηφάνεια του λαού για το παρελθόν του, για τους αγώνες του, για τη γλώσσα του, για την καταγωγή του, για τον τόπο του, για τα ιστορικά επιτεύγματά του, από εργαλείο φιλίας μεταξύ των λαών και εμπλουτισμού του ανθρώπινου πολιτισμού, σε «μαχαίρι» του μισανθρωπισμού. Ο φασίστας μαγαρίζει την έννοια του πατριωτισμού. Στη θέση της αγάπης για την πατρίδα και τον σεβασμό στις πατρίδες των άλλων, στη θέση «Πατρίδα ή θάνατος» του Τσε Γκεβάρα, στη θέση «Είμαστε γεμάτοι από αίσθημα εθνικής περηφάνειας» του Λένιν για το ρώσικο λαό το 1914, στη θέση του πατριωτισμού του ΕΑΜ που απελευθέρωνε την πατρίδα το 1944, ο φασισμός βάζει την πατριδοκαπηλεία και την μισαλλοδοξία. Το κάνει πατώντας πάνω σε ό,τι θίγει το εθνικό αίσθημα κάθε λαού, το κάνει πατώντας πάνω στους εξευτελισμούς του αγγλικού δικαίου, της επιτήρησης, των ταπεινώσεων με «δόσεις» κοκ.





ΠΕΜΠΤΟ: Οι φασίστες κατακρεουργούν ολόκληρη την ιστορία του κάθε λαού, για να παρουσιαστούν σαν απόγονοι και συνεχιστές του κάθε τι ανώτερου και ηρωικού στο παρελθόν του. Στα ναζιστικά βιβλία του μεσοπολέμου οι μεγάλοι άντρες του παρελθόντος του γερμανικού λαού παρουσιάζονταν σαν φασίστες. Ο Μουσολίνι καμωνόταν τον συνεχιστή του Γκαριμπάλντι. Οι Γάλλοι φασίστες φτιάχνουν σημαίες με την Παρθένα της Ορλεάνης σαν ηρωίδα τους. Οι Αμερικάνοι φασίστες επικαλούνται τις παραδόσεις των αμερικάνικων πολέμων ανεξαρτησίας, τις παραδόσεις του Ουάσινγκτον, του Λίνκολν. Οι Έλληνες φασίστες, από τους οποίους βγήκαν οι Τσολάκογλου και οι Λογοθετόπουλοι, παριστάνουν τους «μαχητές της Πίνδου»! Όσοι λοιπόν συκοφαντούν, παραποιούν ή παρατάνε ό, τι έχει αξία από το ιστορικό παρελθόν του έθνους και της ανθρωπότητας στους φασίστες πλαστογράφους, όσοι συντάσσουν ευρω-μνημόνια για να συσχετίζουν και να ταυτίζουν (!) τον φασισμό με τον αμείλικτο εχθρό του, τον κομμουνισμό, όσοι παραχαράσσουν την Ιστορία βαφτίζοντας «φάρμακο» το ρετσινόλαδο του φασίστα Μεταξά ή «πρόοδο» το μυστρί του Παττακού, είναι υπόλογοι για την αποβλάκωση των λαϊκών μαζών. Χαρίζουν την κοινωνία στο φασισμό.


Συμπερασματικά: Ο φασισμός είναι μια επιδημία που με τη δημαγωγία του και την «αντισυστημική» μάσκα του (σσ: στην ελληνική εκδοχή της οποίας θα επανέλθουμε αναλυτικά) εισχωρεί τόσο βαθύτερα στην κοινωνική συνείδηση όσο μεγαλύτερη είναι η σήψη του καπιταλιστικού συστήματος και η κοινωνική δυστυχία που αυτό προκαλεί, σε συνδυασμό με την αδυναμία του εργατικού κινήματος να βρεθεί στο ύψος των περιστάσεων της επίθεσης που δέχεται.



"Μεταξύ του φωτός και της σκιάς" Το μήνυμα του Subcomandante Μάρκος






Αποχωρεί από την ηγεσία των Ζαπατίστας ο υποδιοικητής Μάρκος εξαιτίας "εσωτερικών αλλαγών". Σε μήνυμά του αρνήθηκε τις φήμες ότι εγκαταλείπει την αρχηγία για λόγους υγείας.Έχοντας πάντα καλυμμένο το πρόσωπό του, ο Κομαντάντε Μάρκος υπήρξε ο εκπρόσωπος των Ζαπατίστας από την ίδρυση του κινήματος για την διεκδίκηση των κοινωνικών δικαιωμάτων των ιθαγενών του Μεξικού που αποτελούν την πλειονότητα του πληθυσμού στην Τσιάπας, μια επαρχία με πολύ υψηλά ποσοστά φτώχειας και αναλφαβητισμού.




Ο Rafael Sebastián Guillén Vicente, όπως είναι το πραγματικό όνομά του, γράφει στο γνωστό ειρωνικό στυλ του ότι σε συμφωνία με τη διοίκηση του EZLN "ο Μάρκος παύει να υπάρχει από σήμερα".Τον Ιανουάριο του 1994 , οι ιθαγενικές κοινότητες της επαρχίας Τσιάπας του Μεξικού μαζί με τον EZLN ( Ζαπατίστικο Στρατό για την Εθνική Απελευθέρωση) εξεγέρθηκαν και διεκδίκησαν την αυτονομία τους. Από τα πρώτα χρόνια της εξέγερσής τους οι ιθαγενικοί πληθυσμοί διεκδίκησαν την ανεξαρτησία τους , δημιούργησαν αυτόνομες κοινότητες με οριζόντια διοίκηση, παραγωγικούς συνεταιρισμούς, δικά τους σχολεία, κέντρα υγείας και “σπίτια” της καλής διακυβέρνησης (δηλαδή χώρους συνελεύσεων για τις κοινότητες και χώρους καθημερινού διαλόγου). Ο αγώνας των Ζαπατίστας για αξιοπρέπεια αγκαλιάστηκε από πλήθος αλληλέγγυων από όλες τις γωνίες του κόσμου. Ένας αγώνας με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που αποτελεί τα τελευταία 20 χρόνια ένα διαρκές σχολείο αντίστασης και αξιοπρέπειας. Ένα σχολείο για να βρουν και να βρούμε την “ταχύτητα του ονείρου”, όπως αποκαλούν οι ίδιοι την πορεία τους προς την απελευθέρωση και την οικοδόμηση ενός κόσμου ελεύθερου χωρίς διακρίσεις.
Στις 2 Μαΐου, ο καθηγητής Jose Luis Solis López ( γνωστός και ως Γκαλεάνο ) δολοφονήθηκε σε ενέδρα λίγο έξω από Caracol της La Realidad, σε μία από τις πέντε έδρες των Συμβουλίων Καλής Διακυβέρνησης των Ζαπατίστας ενώ υπερασπιζόταν το τοπικό δημοτικό σχολείο. Ο Γκαλεάνο είναι ένα ακόμα θύμα των παρακρατικών οργανώσεων και της κυβέρνησης του Μεξικό.
Σεβόμαστε τον πόνο και την οργή των κοινοτήτων των ζαπατίστας και στεκόμαστε αλληλέγγυες και αλληλέγγυοί στον αγώνα τους. Θέλουμε να κλείσουμε μεταφέροντάς σας κάποια ερωτήματα από τα βουνά του Μεξικού:
“Εμείς οδηγηθήκαμε μέχρι εδώ εξαιτίας του πόνου και της οργής. Αν εσείς νιώθετε τα ίδια, πού μπορείτε να φτάσετε; Γιατί εμείς είμαστε εδώ, στην Πραγματικότητα (Ρεαλιδάδ). Εκεί που ήμασταν πάντα. Εσείς;
Γεια σας.
Υγεία και αγανάκτηση.
Από τα βουνά του νοτιοανατολικού Μεξικού Εξεγερμένος Υποδιοικητής Μάρκος Μεξικό, Μάιος 2014. 20ο έτος από την έναρξη του πολέμου ενάντια στη λήθη.”


Το κείμενο που ακολουθεί διαβάστηκε από τον Μάρκος το Σάββατο 25 Μαϊου ημέρα μνήμης για τον Γκαλεάνο, μέρα που είχαν ανακοινώσει οι Ζαπατίστας και είχαν προσκαλέσει εναλλακτικά μέσα ενημέρωσης και ανθρώπους να παραβρεθούν ώστε να ενημερωθούν για τις εξελίξεις σχετικά με την επίθεση και τα σχέδια του Ζαπατιστικού Στρατού.


"Mεταξύ του φωτός και της σκιάς" Τα τελευταία λόγια του Subcomandante Marcos


Σήμερα το πρωί, στο τέλος του αφιερώματος για τον σύντροφο Γκαλεάνο, πάνω από τρεις χιλιάδες Ζαπατίστας των βάσεων στήριξης και των αγωνιστών, μαζί με περίπου χίλια μέλη της Έκτης, άκουσαν τα «τελευταία δημόσια λόγια» του Εξεγερμένου Marcos του EZLN. Έξι ηγέτες της Μυστικής Επαναστατικής Επιτροπής Ιθαγενών, μαζί με τον Moisés και τον Μάρκος, ανέβηκαν στη σκηνή. Παρακάτω περιλαμβάνονται μερικά κομμάτια από τα πέντε μέρη της επιστολής του Μάρκος».


1. Μια δύσκολη απόφαση


"Η μάχη για την ανθρωπότητα και ενάντια στο νεοφιλελευθερισμό ήταν και είναι δική μας, αλλά και πολλών άλλων από τα χαμηλά στρώματα. Ενάντια στον θάνατο, απαιτούμε τη ζωή, ενάντια στη σιωπή, τα λόγια και τον σεβασμό, ενάντια στην αμνησία, την μνήμη, ενάντια στην ταπείνωση και την περιφρόνηση, την αξιοπρέπεια, ενάντια στην καταπίεση, την εξέγερση, ενάντια στη σκλαβιά, την ελευθερία, ενάντια στην επιβολή, την δημοκρατία, ενάντια στο έγκλημα, την δικαιοσύνη.


Ο πόλεμος που διεξάγουμε μας έδωσε το προνόμιο να ακουστούμε, από γενναιόδωρα αυτιά και καρδιές που βρίσκονται κοντά ή και μακριά. Υπήρχε άγνοια και αδιαφορία και εξακολουθεί να υπάρχει, όμως καταφέραμε να προσελκύσουμε την προσοχή αρκετών. Στη συνέχεια, έπρεπε να ανταποκριθούμε σε ένα αποφασιστικής σημασίας ερώτημα: "ποιο θα είναι το επόμενο βήμα;"


Το να σκοτώσουμε ή να πεθάνουμε έμοιαζε η μόνη μοίρα μας.


Έπρεπε να ξαναχτίσουμε το μονοπάτι της ζωής, να χτίσουμε ό,τι αυτοί που βρίσκονται από πάνω είχαν καταστρέψει και συνεχίζουν να καταστρέφουν - την πορεία όχι μόνο των αυτόχθονων κοινοτήτων, αλλά και των εργαζομένων, των σπουδαστών, των εκπαιδευτικών, των νέων, και των αγροτών. Πάνω στο γεγονός ότι υπάρχουν διαφορές τόσο σε όσους είναι πάνω όσο και σε αυτούς που βρίσκονται από κάτω και αυτές οι διαφορές διώκονται και τιμωρούνται. Εμείς έπρεπε είτε να θυσιάσουμε το αίμα μας για την πορεία προς την εξουσία δίνοντας απλώς την ηγεσία σε άλλους ή να στρέψουμε τις καρδιές και τα μάτιά μας στους ανθρώπους που είμαστε – τους ιθαγενείς που προστατεύουν τη Γη και τη μνήμη.


Το δίλημμα μας δεν ήταν ανάμεσα στο να διαπραγματευτούμε ή να πολεμήσουμε, αλλά ανάμεσα στον θάνατο και την ζωή.


Εμείς επιλέξαμε να χτίσουμε ζωή, αλλά στη μέση ενός πολέμου – που δεν ήταν λιγότερο θανατηφόρος.


Οι νεκροί είναι όλοι εδώ, αλλά τώρα για να ζήσουν.


Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία, ότι κάποιοι πιστεύουν πως κάναμε λάθος με την επιλογή μας αυτή – ότι δηλαδή ένας στρατός δεν μπορεί και δεν πρέπει να προσπαθεί να επιβάλλει την ειρήνη. Με πολλούς τρόπους η σκέψη αυτή είναι σωστή αλλά ο κύριος λόγος για την επιλογή μας ήταν και είναι, το γεγονός ότι με μάχες, θα καταλήγαμε να εξαφανιστούμε. Ίσως κάναμε λάθος με την επιλογή να καλλιεργήσουμε τη ζωή αντί να υμνούμε τον θάνατο.


Αλλά κάναμε αυτή την επιλογή κοιτάζοντας ο ένας τον άλλο και ακούγοντας ο ένας τον άλλο – βάση της συλλογικότητας που είμαστε. Εμείς επιλέξαμε εξέγερση. Με άλλα λόγια, εμείς επιλέξαμε τη ζωή.


Γνωρίζαμε και γνωρίζουμε ότι ο θάνατος είναι απαραίτητος ώστε να υπάρξει η ζωή και ότι για να ζήσουμε πρέπει να πεθάνουμε."


2 . Παράλειψη


"Είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι είκοσι χρόνια μετά ότι το "τίποτα για μας", η φράση αυτή αποδείχθηκε όχι απλώς μια καλή φράση για πανό και τραγούδια, αλλά μια πραγματικότητα - La Realidad.


Αν η συνέπεια είναι αποτυχία, τότε η ασυνέπεια είναι ο δρόμος προς την επιτυχία - η διαδρομή προς την εξουσία. Αλλά δεν θέλουμε να πάμε εκεί. Δεν μας ενδιαφέρει. Μέσα σε αυτές τις παραμέτρους, προτιμούμε να αποτύχουμε παρά να νικήσουμε."


3 .Το μεταβαλλόμενο πρόσωπο του EZLN


"Σε αυτά τα είκοσι χρόνια έχουν υπάρξει πολλές, πολύπλοκες αλλαγές εντός του EZLN. Ορισμένοι σχολιαστές έχουν απλώς αναφερθει στην εμφανή αλλαγή – εκείνη των γενεών - και το γεγονός ότι εκείνοι που ήταν μικροί ή αγέννητοι όταν ξεκίνησε η εξέγερση παλεύουν σήμερα και οδηγούν την αντίσταση. Ορισμένοι "φιλομαθείς" σχολιαστές, πάντως, δεν έχουν αναφερθεί στις άλλες αλλαγές: την αλλαγή από την πολυμαθή μεσαία τάξη στους αυτόχθονες αγρότες, από την φυλή μιγάδων σε καθαρούς ιθαγενείς και - το πιο σημαντικό - από την επαναστατική πρωτοπορία στην δημιουργία συλλογικών κανόνων.


Η λατρεία του ατόμου βρίσκεται σε τέτοια πρωτοπορία από τους πιο ακραίους φανατικούς οπαδούς της... - σε μια μορφή αριστερής πολιτικής με ρατσισμό, που ισχυρίζεται ότι είναι επαναστατική. Ο EZLN δεν είναι ένα τίποτα από αυτά, για το λόγο αυτό, δεν μπορεί ο καθένας να είναι ένας Ζαπατίστα.


Από την μεταφορά της εξουσίας από τα ψηλά στα χαμηλά στρώματα, από την επαγγελματική πολιτική στην καθημερινή πολιτική, από τους ηγέτες στους ανθρώπους, από την περιθωριοποίηση των φύλων, στην άμεση συμμετοχή των γυναικών, από την υποτίμηση των διαφορετικών ατόμων στον εορτασμό των διαφορών".


4. Ένα διαφορετικό Ολόγραμμα : Τι δεν θα αποτελεί.


" Το πρωί της 1ης Ιανουαρίου του 1994, ένας στρατός γιγάντων - ή αυτόχθονων ανταρτών - συγκλόνισαν τον κόσμο με τα βήματα τους, όταν κατέβηκαν στις πόλεις [της Τσιάπας]. Λίγες μέρες αργότερα, με το αίμα των νεκρών μας ακόμα στους δρόμους, συνειδητοποιήσαμε ότι εκείνοι στο εξωτερικό δεν μας βλέπουν. Έχοντας συνηθίσει να κοιτούν αφ’υψηλού τις κοινότητες των ιθαγενών, δεν κοίταξαν πάνω για να μας δουν, έχοντας συνηθίσει να μας βλέπουν να ταπεινώνομαστε, οι καρδιές τους δεν καταλάβαιναν την αξιοπρεπή εξέγερση μας. Αντ 'αυτού, επικεντρώνονταν μόνο στα πρόσωπα μας ως μιγάδες, το πρόσωπο του μιγά που θα μπορούσαν να δουν όταν φοράει κουκούλα. Οι αρχηγοί μας τότε είπαν: «βλέπουν μόνο τα πράγματα που είναι σύμφωνα με το δικό τους επίπεδο, όσο ασήμαντα κι αν είναι. Ας βάλουμε κάποιον στο επίπεδο τους, έτσι ώστε να μπορούν να τον δουν και, μέσω αυτού, να μπορούν να δουν και μας.


Και έτσι ξεκίνησε ένας σύνθετος ελιγμός της απόσπασης της προσοχής: ένα μαγικό τέχνασμα που ήταν φοβερό και θαυμάσιο, μια κατεργάρικη κίνηση που ταιριάζει στην ιθαγένικη καρδιά μας. Η εγχώρια σοφία των ιθαγενών προκάλεσε τον μοντέρνο κόσμο, σε ένα από τα προπύργια της - τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Η κατασκευή της προσωπικότητας που ονομάζεται Μάρκος είχε αρχίσει.


Χρειαζόμασταν χρόνο για να τους εαυτούς μας και να βρούμε ανθρώπους ικανούς να μας δουν για αυτό που είμαστε. Χρειαζόμασταν χρόνο για να βρούμε τους ανθρώπους που θα μπορούσαν να μας δουν όχι από πάνω, αλλά από κάτω, άνθρωπους που θα μπορούσαν να μας κοιτάξουν στα μάτια με ενσυναίσθηση.


... Σας είπα ότι τότε ξεκίνησε η κατασκευή της προσωπικότητας. Αν μου επιτρέπετε να καθορίσω την προσωπικότητα Marcos, θα ήθελα να πω χωρίς δισταγμό ότι ήταν μια μεγάλη μεταμφίεση.


Είχαμε ξεκινήσει αρκετές πρωτοβουλίες για να βρούμε αυτιά συμπαθή να μας ακούσουν - να βρούμε άλλους σαν κι εμάς και διαφορετικούς από εμάς - να βρούμε τα βλέμματα και την προσοχή που χρειάζεται και μας αξίζει και αποτυγχάναμε κάθε φορά. Και ήταν έτσι μέχρι την Έκτη Διακήρυξη της Ζούγκλας Λακαντόνα - η πιο τολμηρή από τις πρωτοβουλίες που είχαμε ξεκινήσει ποτέ - τελικά μας έφερε σε επαφή με ανθρώπους που μας κοίταξαν στα μάτια, μας χαιρέτισαν και μας αγκάλιασαν.


Μέσα στο κίνημα, η πρόοδος των ανθρώπων ήταν εντυπωσιακή. Και αυτός είναι ο λόγος που ξεκινήσαμε το μάθημα «Ελευθερία Σύμφωνα με τους Ζαπατίστας». Συνειδητοποιήσαμε ότι υπήρχε τώρα μια γενιά που θα μας κοιτάξει στα μάτια και ήταν ικανή να μας ακούει και να μιλάει για εμάς, χωρίς να περιμένει την ηγεσία ή κάποια καθοδήγηση - χωρίς να σκοπεύει να διατάξει ή να υπακούσει. Η προσωπικότητα του Μάρκος δεν ήταν πλέον αναγκαία. Το επόμενο στάδιο του αγώνα των Ζαπατίστας ήταν έτοιμο.


Σύμφωνα με τις πεποιθήσεις μας και την πρακτική μας, η εξέγερση δεν χρειάζεται ηγέτες και προσωπικότητες, μεσσίες ή σωτήρες. Για να αγωνιστείς χρειάζεται μόνο να έχεις μια αίσθηση ντροπής, έναν βαθμό αξιοπρέπειας, και πολλή οργάνωση. Τα υπόλοιπα είτε εξυπηρετούν την συλλογικότητα είτε δεν εξυπηρετούν καθόλου.


5. Πόνος και οργή​​. Ψίθυροι και κραυγές.


Η σιωπή του πλήθους είπε: "Περίμενε, συντρόφε. Μην φεύγεις». Αλλά ο Μάρκος δεν είχε ακόμη τελειώσει. Συνέχισε παραθέτοντας μια σειρά από νεκρούς ή εξαφαφανισμένους συντρόφους, και πολιτικούς και κοινωνικούς κρατούμενος από την Ατένκο, την Ostula, την Oaxaca, την Πόλη του Μεξικού, την Ιταλία, την Τσιάπας, την Ελλάδα, την Παλαιστίνη, την Chéran, την Guerrero, την Morelos, την Puebla, την Chihuahua, την Sonora, την Jalisco, την Sinaloa και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Επίσης διαβάσε τα ονόματα των μεταναστών και των Mapuches, λέγοντας:

"Αυτή τη στιγμή, σε άλλα μέρη του Μεξικού και του κόσμου, ένας άνδρας, μια γυναίκα, ένας γκέυ, ένα αγόρι, ένα κορίτσι, ένας γέρος, μια ηλικιωμένη γυναίκα, μια μνήμη, έχει πληγεί από κοντινή απόσταση, από ένα σύστημα που προχωρά σε αδηφάγα εγκλήματα, μαχαίρια, νεκρούς, χλευασμούς, εγκατάλειψη...Τον Ιανουάριο του 1994 , οι ιθαγενικές κοινότητες της επαρχίας Τσιάπας του Μεξικού μαζί με τον EZLN ( Ζαπατίστικο Στρατό για την Εθνική Απελευθέρωση) εξεγέρθηκαν και διεκδίκησαν την αυτονομία τους. Από τα πρώτα χρόνια της εξέγερσής τους οι ιθαγενικοί πληθυσμοί διεκδίκησαν την ανεξαρτησία τους , δημιούργησαν αυτόνομες κοινότητες με οριζόντια διοίκηση, παραγωγικούς συνεταιρισμούς, δικά τους σχολεία, κέντρα υγείας και “σπίτια” της καλής διακυβέρνησης (δηλαδή χώρους συνελεύσεων για τις κοινότητες και χώρους καθημερινού διαλόγου). Ο αγώνας των Ζαπατίστας για αξιοπρέπεια αγκαλιάστηκε από πλήθος αλληλέγγυων από όλες τις γωνίες του κόσμου. Ένας αγώνας με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που αποτελεί τα τελευταία 20 χρόνια ένα διαρκές σχολείο αντίστασης και αξιοπρέπειας. Ένα σχολείο για να βρουν και να βρούμε την “ταχύτητα του ονείρου”, όπως αποκαλούν οι ίδιοι την πορεία τους προς την απελευθέρωση και την οικοδόμηση ενός κόσμου ελεύθερου χωρίς διακρίσεις.
Στις 2 Μαΐου, ο καθηγητής Jose Luis Solis López ( γνωστός και ως Γκαλεάνο ) δολοφονήθηκε σε ενέδρα λίγο έξω από Caracol της La Realidad, σε μία από τις πέντε έδρες των Συμβουλίων Καλής Διακυβέρνησης των Ζαπατίστας ενώ υπερασπιζόταν το τοπικό δημοτικό σχολείο. Ο Γκαλεάνο είναι ένα ακόμα θύμα των παρακρατικών οργανώσεων και της κυβέρνησης του Μεξικό.
Σεβόμαστε τον πόνο και την οργή των κοινοτήτων των ζαπατίστας και στεκόμαστε αλληλέγγυες και αλληλέγγυοί στον αγώνα τους. Θέλουμε να κλείσουμε μεταφέροντάς σας κάποια ερωτήματα από τα βουνά του Μεξικού:
“Εμείς οδηγηθήκαμε μέχρι εδώ εξαιτίας του πόνου και της οργής. Αν εσείς νιώθετε τα ίδια, πού μπορείτε να φτάσετε; Γιατί εμείς είμαστε εδώ, στην Πραγματικότητα (Ρεαλιδάδ). Εκεί που ήμασταν πάντα. Εσείς;
Γεια σας.
Υγεία και αγανάκτηση.
Από τα βουνά του νοτιοανατολικού Μεξικού Εξεγερμένος Υποδιοικητής Μάρκος Μεξικό, Μάιος 2014. 20ο έτος από την έναρξη του πολέμου ενάντια στη λήθη.”


Μόνο μερικά ονόματα:


Alexis Benhumea, δολοφονήθηκε στο Estado του México.


Francisco Javier Cortés, δολοφονήθηκε στο Estado του México.


Juan Vázquez Guzmán, δολοφονήθηκε στην Chiapas.


Juan Carlos Gómez Silvano, δολοφονήθηκε στην Chiapas.


El compa Kuy, δολοφονία DF.


Carlo Giuliani, δολοφονήθηκε στην Iταλία.


Aλέξης Γρηγορόπουλος, δολοφονήθηκε στην Ελλάδα.


Wajih Wajdi al-Ramahi δολοφονήθηκε σε ένα στρατόπεδο προσφύγων στην πόλη Ραμάλα της Δυτικής Όχθης. 14 ετών, πυροβολήθηκε στην πλάτη από έναν στρατιώτη του ισραηλινού στρατού, χωρίς πορείες, χωρίς διαμαρτυρίες στους δρόμους ή οτιδήποτε.


Matías Valentín Catrileo Quezada, δολοφονήθηκε στην Χιλή \.


Teodulfo Torres Soriano, México.


Guadalupe Jerónimo y Urbano Macías, Michoacán.


Francisco de Asís Manuel, εξαφανίστηκε από την Santa María Ostula


Javier Martínes Robles, εξαφανιστηκε από την Santa María Ostula


Gerardo Vera Orcino, εξαφανίστηκε απο την Santa María Ostula


Enrique Domínguez Macías, εξαφανίστηκε από την Santa María Ostula


Martín Santos Luna, εξαφανίστηκε Santa María Ostula


Pedro Leyva Domínguez, δολοφονήθηκε στην Santa María Ostula.


Diego Ramírez Domínguez, δολοφονήθηκε Santa María Ostula.


Trinidad de la Cruz Crisóstomo, δολοφονήθηκε Santa María Ostula.


Crisóforo Sánchez Reyes, δολοφονήθηκε στην Santa María Ostula.


Teódulo Santos Girón, δολοφονήθηκε στην Santa María Ostula.


Longino Vicente Morales, εξαφανίστηκε στην Guerrero.


Víctor Ayala Tapia, εξαφανίστηκε στην Guerrero.


Jacinto López Díaz “El Jazi”, δολοφονήθηκε στην Puebla.


Bernardo Vázquez Sánchez, δολοφονήθηκε στην Oaxaca


Jorge Alexis Herrera, δολοφονήθηκε στην Guerrero.


Gabriel Echeverría, δολοφονήθηκε στην Guerrero.


Edmundo Reyes Amaya, εξαφανίστηκε στην Oaxaca.


Gabriel Alberto Cruz Sánchez, εξαφανίστηκε στην Oaxaca.


Juan Francisco Sicilia Ortega, δολοφονήθηκε στην Morelos.


Ernesto Méndez Salinas, δολοφονήθηκε στην Morelos.


Alejandro Chao Barona, δολοφονήθηκε στην Morelos.


Sara Robledo, δολοφονήθηκε στην Morelos.


Juventina Villa Mojica, δολοφονήθηκε στην Guerrero.


Reynaldo Santana Villa, δολοφονήθηκε στην Guerrero.


Catarino Torres Pereda, δολοφονήθηκε στην Oaxaca.


Bety Cariño, δολοφονήθηκε στην Oaxaca.


Jyri Jaakkola,δολοφονήθηκε στην Oaxaca.


Sandra Luz Hernández, δολοφονήθηκε στην Sinaloa.


Marisela Escobedo Ortíz, δολοφονήθηκε στην Chihuahua.


Celedonio Monroy Prudencio, εξαφανίστηκε στην Jalisco.


Nepomuceno Moreno Nuñez, δολοφονήθηκε στην Sonora.


"Ακόμα κι αν πιάσουν και καταδικάσουν αυτούς που σας σκότωσαν, θα βρίσκουν πάντα άλλους που θα σας στήνουν ενέδρα και θα επαναλαμβάνουν το μακάβριο χορό που τελείωσε τη ζωή σας.


Η αδικία έχει τόσα πολλά ονόματα και προκαλεί τόσες πολλές κραυγές. Και μην ξεχνάμε ότι, ενώ ένα άτομο ψιθυρίζει, κάποιο άλλο κραυγάζει. Ακούγοντάς τους θα πρέπει να ενεργοποιηθούμε, ώστε να βρούμε μια διαδρομή που μετατρέπει την αδικία σε κάτι γόνιμο. Το μόνο που χρειάζεται είναι να χαμηλώσετε το κεφάλι σας και να ανυψώσετε την καρδιά σας.


Η δικαιοσύνη που θέλουμε είναι η συνεχής και η επίμονη αναζήτηση της αλήθειας.


Πιστεύουμε ότι είναι απαραίτητο κάποιος από μας να πεθάνει, έτσι ώστε ο Γκαλεάνο να μπορεί να ζήσει. Έτσι, έχουμε αποφασίσει ότι σήμερα, ο Marcos πρέπει να πεθάνει.


Και σε αυτές τις πέτρες που έχετε αφήσει στον τάφο του, θα μάθετε να μην πουλήσετε τον εαυτό σας, να μην παραδοθείτε και να μην ενδώσετε.


Στις 2:08 π.μ., δηλώνω ότι ο Εξεγερμένος Μάρκος - ο αυτοαποκαλούμενος υποδιοικητής από ανοξείδωτο χάλυβα - παύει να υφίσταται".


Δύο λεπτά αργότερα, μετά από κάποια χιουμοριστικά υστερόγραφα που χρησιμοποιήθηκαν για να ανυψώσουν λίγο την διάθεση, ο «Μάρκος», αποχώρησε από τη σκηνή για πάντα. Τα φώτα έσβησαν και ένα κύμα χειροκροτημάτων ακολούθησε από το πλήθος των οπαδών του έκτου και από τις βάσεις στήριξης των Ζαπατίστας και των αγωνιστών.


Στιγμές αργότερα η φωνή του πρώην υποδιοικητή ακούστηκε και πάλι, αλλά εκτός σκηνής, λέγοντας: "Καλημέρα σύντροφοι. Το όνομά μου είναι Γκαλεάνο. Εξεγερμένος Γκαλεάνο. Μου είπαν ότι, όταν θα ήταν να γεννηθώ και πάλι, θα ήταν συλλογικά".


***








Εξεγερμένος Γκαλεάνο.





Μεξικό Μάϊος του 2014.


Όταν κάποιοι έβγαλαν τη φήμη ότι ο Μάρκος είναι ομοφυλόφιλος, με σκοπό να τον πλήξουν με χοντροκομμένο τρόπο, εκείνος έδωσε την καλύτερη απάντηση ever:

«Ο Μάρκος είναι γκέι στο Σαν Φρανσίσκο...
μαύρος στη Νότια Αφρική...
ασιάτης στην Ευρώπη...
αναρχικός στην Ισπανία...
Παλαιστίνιος στο Ισραήλ...
τσιγγάνος στην Πολωνία...
ειρηνιστής στη Βοσνία...
Εβραίος στη Γερμανία...
μια γυναίκα μόνη στο Μετρό τα ξημερώματα...
με άλλα λόγια ο Κομαντάτε Μάρκος είμαστε εμείς...το πρόσωπο του κάθε καταπιεσμένου ανθρώπου πάνω στον πλανήτη».






Το μυστήριο της ταυτότητας


Η μεξικανική κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι ο Κομαντάντε Μάρκος ονομάζεται Rafael Sebastián Guillén Vicente και είναι γεννημένος στις 19 Ιουνίου 1957 στο Ταμπίκο της επαρχίας Ταμαουλίπας από Ισπανούς μετανάστες. Πήγε γυμνάσιο και λύκειο στο Ινστιτούτο Πολιτισμού του Ταμπίκο, ένα αυστηρό σχολείο Ιησουιτών, όπου πιθανώς εξοικειώθηκε με τη Θεολογία της Απελευθέρωσης (κίνημα της χριστιανικής θεολογίας που ερμηνεύει τη διδασκαλία του Ιησού με όρους απελευθέρωσης από τις άδικες κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές δομές, επηρεασμένο κατά πολλούς από το Μαρξισμό και τον Κομμουνισμό).


Αργότερα μετακόμισε στην Πόλη του Μεξικού και αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο UNAM με ειδίκευση στη Φιλοσοφία. Στη Σχολή Φιλοσοφίας ήρθε σε επαφή με τη μαρξιστική ρητορική της σχολής και κέρδισε βραβείο για την καλύτερη διατριβή στην τάξη του. Ξεκίνησε να εργάζεται ως καθηγητής στο Πανεπιστήμιο UAM ενώ έκανε τη διατριβή του για το UNAM, όμως ύστερα από λίγα χρόνια εγκατέλειψε τη διδασκαλία. Πιστεύεται ότι τα πολλά χρόνια που κινείτο στους πανεπιστημιακούς χώρους και συγκεκριμένα στο UAM ήρθε σε επαφή με τη μαοϊκή οργάνωση Δυνάμεις Εθνικής Απελευθέρωσης (FNL, αριστερών προσανατολισμών οργάνωση, οργανωμένη σε μαοϊκά πρότυπα, τη μητέρα οργάνωση από την οποία θα ξεπηδούσε αργότερα το EZLN). Η γνωριμία σηματοδότησε την εξαφάνιση του Γκιγιέν. Η οικογένεια του Γκιγιέν ισχυρίζεται πως αγνοεί τι απέγινε ο γιος τους, ενώ αρνούνται να πουν αν πιστεύουν ότι ο Κομαντάτε Μάρκος και ο Γκιγιέν είναι το ίδιο πρόσωπο.


Η οικογένεια Γκιγιέν είναι βαθιά αναμεμειγμένη στα πολιτικά πράγματα της επαρχίας Tamaulipas. Η αδερφή του Γκιγιέν, Μερσέδες δελ Κάρμεν Γκιγιέν Βισέντε, είναι η Γενική Εισαγγελέας της επαρχίας αυτής και αποτελεί μέλος, με ισχυρή επιρροή, του Συνταγματικού Επαναστατικού Κόμματος, το οποίο κυβέρνησε το Μεξικό για περισσότερα από 70 χρόνια. Κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Πορείας στην Πόλη του Μεξικού το 2001, ο Κομαντάντε Μάρκος επισκέφτηκε το Πανεπιστήμιο UNAM και κατά τη διάρκεια ομιλίας του εκεί είπε ότι είχε ξαναβρεθεί σε αυτό τον χώρο.

Τρίτη 27 Μαΐου 2014

H απολιτικοποίηση των Ελλήνων στα χρόνια του "μνημονίου"


Αμιγώς πολιτικό το σημερινό άρθρο φίλες και φίλοι αναγνώστες μιας και έχω την αίσθηση πως διαχρονικά αγνοούμε τι σημαίνει πολιτική. Παλιότερα νομίζαμε πως πολιτική είναι ο στείρος κομματικός δογματισμός, ο φανατισμός, η ημετεροκρατία, ο νεποτισμός ,το ρουσφέτι και άλλα στρεβλά που ανάγονται στην Ανατολική Ρωμαϊκή και τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία αλλά και στην πολιτική δράση εγχώριων πολιτικών ταγών του 19ου αιώνα( Μαυροκορδάτος, Κωλέττης, Δηληγιάννης), αλλά και πιο πρόσφατων (Καραμανλική Δεξιά, πολιτική δυναστεία Παπανδρέου κτλ.) στους οποίους στραφήκαμε για να καλύψουμε τις επιδιώξεις μας και οι οποίοι προς άγρα ψήφων βάλθηκαν να ικανοποιήσουν τις ανάγκες  μας για να εναλλάσσονται στην εξουσία για σαράντα χρόνια. Προϊούσης όμως της κρίσης και της αδυναμίας των κομμάτων να συντηρήσουν το άλλοτε κραταιό πελατειακό κράτος , σημαντικό μερίδιο της ελληνικής κοινωνίας δρώντας εντελώς υστερόβουλα έκλεισε την πόρτα στους παραδοσιακούς κομματάρχες και έπαψε να ενδιαφέρεται για τα κοινά αγνοώντας πως πολιτική είναι η τέχνη που καθιστά κάποιον πολίτη απομακρύνοντας τον απ’ τον χάσκοντα όχλο και του εξασφαλίζει του την πολυπόθητη αυτοδιάθεση και τις προϋποθέσεις που καθιστούν δυνατή τη συμβίωση με το υπόλοιπο κοινωνικό σύνολο. Όπως είναι φυσικό, αφόρμηση για την ανωτέρω αμετροέπεια  είναι οι πρόσφατες αυτοδιοικητικές και ευρωβουλευτικές εκλογές καθώς ταπεινή μου γνώμη είναι ότι τα γεννητούρια της κατά τον θυμόσοφο λαό «γκαστρωμένης» κάλπης είναι αποκαρδιωτικά. Για να γίνω σαφέστερος και αποβλέποντας στη συνδιαλλαγή και στον γόνιμο αντίλογο θα παραθέσω τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξα αποτιμώντας τα αποτελέσματα των πρόσφατων εκλογών τα οποία θεωρώ απότοκο της απολιτικοποίησης που κατατρύχει  πολλούς συμπατριώτες μας τα τελευταία χρόνια.

α) Ποδοσφαιροποίηση της πολιτικής ελέω της εκλογής του υποδικού Μπέου στη δημαρχοντία του Βόλου ,του άλλοτε δεξιού χεριού του Γκαγκάτση Σταθόπουλου στην Οιχαλία ,τα πανηγύρια με ερυθρόλευκες σημαίες που ακολούθησαν την εκλογή των Μαρινάκη-Μώραλη  στο λιμάνι του Πειραιά, την λαϊκής αποδοχής απόπειρα του Ζαγοράκη να φέρει την κούπα από το Στρασβούργο , τις διόλου ευκαταφρόνητες 42000 ψήφους που συγκέντρωσε το Παναθηναϊκό Κίνημα στις Ευρωεκλογές αλλά και την έδρα που κατέκτησε στο Δημοτικό Συμβούλιο του Δήμου Αθηναίων. Επίσης δεν πρέπει να παραλείψουμε και την ευτυχώς ευάριθμη μερίδα οπαδών της ΑΕΚ που υποκινούμενοι απ΄τον Μελισσανίδη (κολλητό του πρωθυπουργού) καταφέρθηκαν κατά της Ρένας Δούρου για το θέμα της κατασκευής του νέου γηπέδου του συλλόγου στη Νέα Φιλαδέλφεια.
β) Δημοσιογράφοι-σκιώδεις κυβερνητικοί εκπρόσωποι και κατ΄εξακολούθησιν προπαγανδιστές φαίνεται πως επέτυχαν στα προκαταρκτικά και αναβαθμίστηκαν: Παντελής Καψής, Γιώργος Κύρτσος, Μαρία Σπυράκη, απέτυχε ειρήσθω εν παρόδω ο αξιοπρεπής Στέλιος Κούλογλου.

γ) Τα εύπεπτα τα χαμηλής αισθητικής αξίας τηλεοπτικά προγράμματα αποτέλεσαν το εισιτήριο για την έναρξη μιας γλυκιάς !!!  πολιτικής καριέρας στον Ηλία Ψινάκη που εξελέγη δήμαρχος Μαραθώνα.

δ) Το διαρκώς προβαλλόμενο από τα ΜΜΕ νεοπαγές «ΠΟΤΑΜΙ » δεν προέκυψε από παρθενογένεση και συν τοις άλλοις πληροί τις προϋποθέσεις για να καταστεί μετενσάρκωση της αποθνήσκουσας ΔΗΜΑΡ.

ε)Ένας στους 10 Έλληνες ελέω ανοησίας, ημιμάθειας ψευτοαγανάκτησης, ραγιαδισμού και γραικυλισμού ή οιασδήποτε άλλης εγκεφαλικής βλάβης ψήφισε το βδελυρό νεοναζιστικό κόμμα (κατ΄επίφασιν λαϊκό μέτωπο) που εκπροσωπεί τα συμφέροντα των εφοπλιστών και των μεγαλοεργολάβων στέλνοντας στο κοινοβούλιο δύο απόστρατους στρατηγούς (δυστυχώς ο ακραίος συντηρητισμός μαστίζει τις ένοπλες δυνάμεις και τις καθιστά αντιπαθείς στον υγιώς σκεπτόμενο πολίτη) και τον πατέρα ενός δολοφονημένου σκοπού των γραφείων της ΧΑ στο Νέο Ηράκλειο.
στ) Η εκλογή του γηραιού Μανώλη Γλέζου και της Κωνσταντίνας Κούνεβα είναι συμβολική αλλά ουσιαστικά δεν μπορεί να προσφέρει κάτι εκπροσωπώντας την Ελλάδα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο .

Ενώ στον αντίποδα θετικό είναι το γεγονός ότι η Αριστερά (Ριζοσπαστική και Κομμουνιστική ) διεύρυνε τις δυνάμεις της στις Ευρωεκλογές και κατέκτησε σημαντικούς δήμους και σαφώς τη μέγιστη Περιφέρεια της Ελληνικής Επικράτειας, καθώς τα στελέχη της Κουμουνδούρου και του Περισσού( που ελέγχεται για τον απομονωτισμό του )πρέπει να μάθουν να αγαπούν την ευθύνη προκειμένου να  μετατρέψουν την ψήφο διαμαρτυρίας σε ψήφο εμπιστοσύνης και ελπίδας προκειμένου να παρουσιάσουν μια νέα, προοδευτική και σαφέστατα πιο συμμετοχική πρόταση διακυβέρνησης της χώρας .

Επιμέλεια: Κ. Π. ΚΩΣΤΕΑΣ

Παρασκευή 23 Μαΐου 2014

Αναλύοντας το ποίημα Μπολιβάρ του Νίκου Εγγονόπουλου

Μπολιβάρ,
ένα ελληνικό ποίημα

ΦΑΣΜΑ ΘΗΣΕΩΣ ΕΝ ΟΠΛΟΙΣ ΚΑΘΟΡΑΝ, ΠΡΟ
ΑΥΤΩΝ ΕΠΙ ΤΟΥΣ ΒΑΡΒΑΡΟΥΣ ΦΕΡΟΜΕΝΟΝ

Le cuer d’un home vaut tout l’or d’un païs

Για τους μεγάλους, για τους ελεύθερους,
     για τους γενναίους, τους δυνατούς,
Αρμόζουν τα λόγια τα μεγάλα, τα ελεύθερα,
     τα γενναία, τα δυνατά,
Γι’ αυτούς η απόλυτη υποταγή κάθε στοιχείου, η σιγή,
     γι’ αυτούς τα δάκρυα, γι’ αυτούς οι φάροι,
     κι οι κλάδοι ελιάς, και τα φανάρια
Όπου χοροπηδούνε με το λίκνισμα των καραβιών και
     γράφουνε στους σκοτεινούς ορίζοντες των λιμανιών,
Γι’ αυτούς είναι τ’ άδεια βαρέλια που σωριαστήκανε στο
     πιο στενό, πάλι του λιμανιού, σοκάκι,
Γι’ αυτούς οι κουλούρες τ’ άσπρα σκοινιά, κι οι αλυσίδες,
     οι άγκυρες, τ’ άλλα μανόμετρα,
Μέσα στην εκνευριστικιάν οσμή του πετρελαίου,
Για ν’ αρματώσουνε καράβι, ν’ ανοιχτούν, να φύγουνε,
Όμοιοι με τραμ που ξεκινάει, άδειο κι ολόφωτο μέσ’ στη
     νυχτερινή γαλήνη των μπαχτσέδων,
Μ’ ένα σκοπό του ταξειδιού: προς τ’ άστρα.

Γι’ αυτούς θα πω τα λόγια τα ωραία, που μου τα υπαγόρευσε
     η Έμπνευσις,
Καθώς εφώλιασε μέσα στα βάθια του μυαλού μου όλο
     συγκίνηση
Για τις μορφές, τις αυστηρές και τις υπέροχες, του
     Οδυσσέα Ανδρούτσου και του Σίμωνος Μπολιβάρ.

Όμως για τώρα θα ψάλω μοναχά τον Σίμωνα, αφήνοντας
     τον άλλο για κατάλληλο καιρό,
Αφήνοντάς τον για ναν τ’ αφιερώσω, σαν έρθ’ η ώρα,
     ίσως το πιο ωραίο τραγούδι που έψαλα ποτέ,
Ίσως τ’ ωραιότερο τραγούδι που ποτές εψάλανε σ’ όλο τον κόσμο.
Κι αυτά όχι για τα ότι κι οι δυο τους υπήρξαν για τις
     πατρίδες, και τα έθνη, και τα σύνολα,
     κι άλλα παρόμοια, που δεν εμπνέουν,
Παρά γιατί σταθήκανε μέσ’ στους αιώνες, κι οι δυο τους,
     μονάχοι πάντα, κι ελεύθεροι, μεγάλοι,
     γενναίοι και δυνατοί.

Και τώρα ν’ απελπίζουμαι που ίσαμε σήμερα
     δεν με κατάλαβε, δεν θέλησε, δε μπόρεσε να καταλάβη
     τι λέω, κανείς;
Βέβαια την ίδια τύχη νάχουνε κι αυτά που λέω τώρα
     για τον Μπολιβάρ, που θα πω αύριο για τον Ανδρούτσο;
Δεν είναι κι εύκολο, άλλωστε, να γίνουν τόσο γλήγορα
αντιληπτές μορφές της σημασίας τ’ Ανδρούτσου και του Μπολιβάρ,
Παρόμοια σύμβολα.
Αλλ’ ας περνούμε γρήγορα: προς Θεού, όχι συγκινήσεις,
     κι υπερβολές, κι απελπισίες.
Αδιάφορο, η φωνή μου είτανε προωρισμένη μόνο για τους αιώνες.
(Στο μέλλον, το κοντινό, το μακρυνό, σε χρόνια, λίγα,
     πολλά, ίσως από μεθαύριο, κι αντιμεθαύριο,
Ίσαμε την ώρα που θε ν’ αρχινίση η Γης να κυλάη
     άδεια, κι άχρηστη, και νεκρή, στο στερέωμα,
Νέοι θα ξυπνάνε, με μαθηματικήν ακρίβεια, τις άγριες
     νύχτες, πάνω στην κλίνη τους,
Να βρέχουνε με δάκρυα το προσκέφαλό τους,
     αναλογιζόμενοι ποιος είμουν, σκεφτόμενοι
Πως υπήρξα κάποτες, τι λόγια είπα, τι ύμνους έψαλα.
Και τα θεόρατα κύματα, όπου ξεσπούνε κάθε βράδυ στα
     εφτά της Ύδρας ακρογιάλια,
Κι οι άγριοι βράχοι, και το ψηλό βουνό που κατεβάζει τα δρολάπια,
Αέναα, ακούραστα, θε να βροντοφωνούνε τ’ όνομά μου.)

Ας επανέλθουμε όμως στον Σίμωνα Μπολιβάρ.

Μπολιβάρ! Όνομα από μέταλλο και ξύλο, είσουνα
     ένα λουλούδι μέσ’ στους μπαχτσέδες της Νότιας Αμερικής.
Είχες όλη την ευγένεια των λουλουδιών μέσ’ στην καρδιά σου,
     μέσ’ στα μαλλιά σου, μέσα στο βλέμμα σου.
Η χέρα σου είτανε μεγάλη σαν την καρδιά σου,
     και σκορπούσε το καλό και το κακό.
Ροβόλαγες τα βουνά κι ετρέμαν τ’ άστρα, κατέβαινες
     στους κάμπους, με τα χρυσά, τις επωμίδες,
     όλα τα διακριτικά του βαθμού σου,
Με το ντουφέκι στον ώμο αναρτημένο, με τα στήθια
     ξέσκεπα, με τις λαβωματιές γιομάτο το κορμί σου,
Κι εκαθόσουν ολόγυμνος σε πέτρα χαμηλή, στ’ ακροθαλάσσι,
Κι έρχονταν και σ’ έβαφαν με τις συνήθειες των πολεμιστών Ινδιάνων,
Μ’ ασβέστη, μισόνε άσπρο, μισό γαλάζιο, για να φαντάζης
     σα ρημοκκλήσι σε περιγιάλι της Αττικής,
Σαν εκκλησιά στις γειτονιές των Ταταούλων,
     ωσάν ανάχτορο σε πόλη της Μακεδονίας ερημική.

Μπολιβάρ! Είσουνα πραγματικότητα, και είσαι,
     και τώρα, δεν είσαι όνειρο.
Όταν οι άγριοι κυνηγοί καρφώνουνε τους άγριους αετούς,
     και τ’ άλλα άγρια πουλιά και ζώα,
Πάν’ απ’ τις ξύλινες τις πόρτες στ’ άγρια δάση,
Ξαναζής, και φωνάζεις, και δέρνεσαι,
Κι είσαι ο ίδιος εσύ το σφυρί, το καρφί, κι ο αητός.

Αν στα νησιά των κοραλλιών φυσούνε ανέμοι,
     κι αναποδογυρίζουνε τα έρημα καΐκια,
Κι οι παπαγάλοι οργιάζουνε με τις φωνές σαν πέφτει
     η μέρα, κι οι κήποι ειρηνεύουνε πνιγμένοι σ’ υγρασία,
Και στα ψηλά δεντρά κουρνιάζουν τα κοράκια,
Σκεφτήτε, κοντά στο κύμα, του καφφενείου τα σιδερένια τα τραπέζια,
Μέσ’ στη μαυρίλα πώς τα τρώει τ’ αγιάζι, και μακρυά
     το φως π’ ανάβει, σβύνει, ξανανάβει, και γυρνάει πέρα δώθε,
Και ξημερώνει ― τι φριχτή αγωνία ― ύστερα από μια νύχτα
     δίχως ύπνο,
Και το νερό δεν λέει τίποτε από τα μυστικά του.
     Έτσ’ η ζωή.
Κι έρχετ’ ο ήλιος, και της προκυμαίας τα σπίτια, με
     τις νησιώτικες καμάρες,
Βαμμένα ροζ, και πράσινα, μ’ άσπρα περβάζια
     (η Νάξο, η Χίος),
Πώς ζουν! Πώς λάμπουνε σα διάφανες νεράιδες! Αυτός
     ο Μπολιβάρ!


Μπολιβάρ! Κράζω τ’ όνομά σου ξαπλωμένος
     στην κορφή του βουνού Έρε,
Την πιο ψηλή κορφή της νήσου Ύδρας.
Από δω η θέα εκτείνεται μαγευτική μέχρι των νήσων
     του Σαρωνικού, τη Θήβα,
Μέχρι κει κάτω, πέρα απ’ τη Μονεβασιά, το τρανό
     Μισίρι,
Αλλά και μέχρι του Παναμά, της Γκουατεμάλα, της
     Νικαράγκουα, του Οντουράς, της Αϊτής,
     του Σαν Ντομίγκο, της Βολιβίας,
     της Κολομβίας, του Περού, της Βενεζουέλας,
     της Χιλής, της Αργεντινής, της Βραζιλίας,
     Ουρουγουάη, Παραγουάη, του Ισημερινού,
Ακόμη και του Μεξικού.
Μ’ ένα σκληρό λιθάρι χαράζω τ’ όνομά σου πάνω στην
     πέτρα, νάρχουνται αργότερα οι ανθρώποι να προσκυνούν.
Τινάζονται σπίθες καθώς χαράζω ― έτσι είτανε, λεν, ο
     Μπολιβάρ ― και παρακολουθώ
Το χέρι μου καθώς γράφει, λαμπρό μέσα στον ήλιο.

Είδες για πρώτη φορά το φως στο Καρακάς. Το φως το δικό σου,
Μπολιβάρ, γιατί ώς νάρθης η Νότια Αμερική
     ολόκληρη είτανε βυθισμένη στα πικρά σκοτάδια.
Τ’ όνομά σου τώρα είναι δαυλός αναμμένος, που φωτίζει
     την Αμερική, και τη Βόρεια και τη Νότια, και την οικουμένη!
Οι ποταμοί Αμαζόνιος και Ορινόκος πηγάζουν από τα μάτια σου.
Τα ψηλά βουνά έχουν τις ρίζες στο στέρνο σου,
Η οροσειρά των Άνδεων είναι η ραχοκοκκαλιά σου.
Στην κορφή της κεφαλής σου, παλληκαρά, τρέχουν
     τ’ ανήμερα άτια και τ’ άγρια βόδια,
Ο πλούτος της Αργεντινής.
Πάνω στην κοιλιά σου εκτείνονται οι απέραντες φυτείες του καφφέ.

Σαν μιλάς, φοβεροί σεισμοί ρημάζουνε το παν,
Από τις επιβλητικές ερημιές της Παταγονίας
     μέχρι τα πολύχρωμα νησιά,
Ηφαίστεια ξεπετιούνται στο Περού και ξερνάνε
     στα ουράνια την οργή τους,
Σειούνται τα χώματα παντού και τρίζουν
     τα εικονίσματα στην Καστοριά,
Τη σιωπηλή πόλη κοντά στη λίμνη.
Μπολιβάρ, είσαι ωραίος σαν Έλληνας.

Σε πρωτοσυνάντησα, σαν είμουνα παιδί,
     σ’ ένα ανηφορικό καλντιρίμι του Φαναριού,
Μια καντήλα στο Μουχλιό φώτιζε το ευγενικό πρόσωπό σου.
Μήπως νάσαι, άραγες, μια από τις μύριες μορφές που πήρε,
     κι άφησε, διαδοχικά, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος;

Μπογιάκα, Αγιακούτσο. Έννοιες υπέρλαμπρες κι αιώνιες.
     Είμουν εκεί.
Είχαμε από πολλού περάσει, ήδη, την παλιά μεθόριο:
     πίσω, μακρυά, στο Λεσκοβίκι, είχαν ανάψει φωτιές.
Κι ο στρατός ανέβαινε μέσα στη νύχτα προς τη μάχη,
     π’ ακούγονταν κιόλα οι γνώριμοί της ήχοι.
Πλάι κατέρχουνταν, σκοτεινή Συνοδεία, ατέλειωτα
     λεωφορεία με τους πληγωμένους.

Μην ταραχθή κανείς. Κάτω εκεί, νά, η λίμνη.
Από δω θα περάσουν, πέρ’ απ’ τις καλαμιές.
Υπομονευτήκαν οι δρόμοι: έργο και δόξα του Χορμοβίτη,
     του ξακουστού, του άφταστου στα τέτοια.
     Στις θέσεις σας όλοι. Η σφυρίχτρα ηχεί!
Ελάτες, ελάτε, ξεζέψτε. Ας στηθούν τα κανόνια,
     καθαρίστε με τα μάκτρα τα κοίλα,
     τα φυτίλια αναμμένα στα χέρια,
Τα τόπια δεξιά. Βρας!
Βρας, αλβανιστί φωτιά: Μπολιβάρ!

Κάθε κουμπαράς, π’ εξεσφενδονιζόταν κι άναφτε,
Είταν κι ένα τριαντάφυλλο για τη δόξα του μεγάλου στρατηγού,
Σκληρός, ατάραχος ως στέκονταν μέσα στον κορνιαχτό
     και την αντάρα,
Με το βλέμμ’ ατενίζοντας προς τ’ αψηλά, το μέτωπο στα νέφη,
Κι είταν η θέα του φριχτή: πηγή του δέους, του δίκιου
     δρόμος, λυτρώσεως πύλη.

Όμως, πόσοι και πόσοι δε σ’ επιβουλευτήκαν, Μπολιβάρ,
Πόσα «ντολάπια» και δε σού ’στησαν να πέσης, να χαθής,
Ένας προ πάντων, ένας παλιάνθρωπος, ένα σκουλήκι,
     ένας Φιλιππουπολίτης.
Αλλά συ τίποτα, ατράνταχτος σαν πύργος στέκουσαν,
     όρθιος, στου Ακογκάγκουα μπρος τον τρόμο,
Μια φοβερή ξυλάρα εκράταγες, και την εκράδαινες
     πάνω απ’ την κεφαλή σου.
Οι φαλακροί κόνδωρες σκιάζουνταν, που δεν
     τους τρόμαξε της μάχης το κακό και το ντουμάνι,
     και σε κοπάδια αγριεμένα πέταγαν,
Κι οι προβατογκαμήλες γκρεμιοτσακίζουντάνε
     στις πλαγιές, σέρνοντας, καθώς πέφταν,
     σύννεφο το χώμα και λιθάρια.
Κι οι εχθροί σου μέσα στα μαύρα Τάρταρα εχάνοντο, λουφάζαν.
(Σαν θάρθη μάρμαρο, το πιο καλό, από τ’ Αλάβανδα,
     μ’ αγίασμα των Βλαχερνών θα βρέξω την κορφή μου,
Θα βάλω όλη την τέχνη μου αυτή τη στάση σου
     να πελεκήσω, να στήσω ενού νέου Κούρου
     τ’ άγαλμα στης Σικίνου τα βουνά,
Μη λησμονώντας, βέβαια, στο βάθρο να χαράξω
     το περίφημο εκείνο «Χαίρε παροδίτα».)

Κι εδώ πρέπει ιδιαιτέρως να εξαρθή ότι ο Μπολιβάρ
     δεν εφοβήθηκε, δε «σκιάχτηκε» που λεν, ποτέ,
Ούτε στων μαχών την ώρα την πιο φονικιά, ούτε στης
     προδοσίας, της αναπόφευκτης, τις πικρές μαυρίλες.
Λένε πως γνώριζε από πριν, με μιαν ακρίβεια
     αφάνταστη, τη μέρα, την ώρα, το δευτερόλεφτο ακόμη:
     τη στιγμή,
Της Μάχης της μεγάλης που είτανε γι’ αυτόνα μόνο,
Κι όπου θε νάτανε αυτός ο ίδιος στρατός κι εχθρός,
     ηττημένος και νικητής μαζί, ήρωας τροπαιούχος
     κι εξιλαστήριο θύμα.
(Και ως του Κύριλλου Λουκάρεως το πνεύμα το υπέροχο
     μέσα του στέκονταν,
Πώς τις ξεγέλαγε, γαλήνιος, των Ιησουιτώνε και του
     ελεεινού Φιλιππουπολίτη τις απαίσιες πλεχτάνες!)

Κι αν χάθηκε, αν ποτές χάνετ’ ένας Μπολιβάρ! που
     σαν τον Απολλώνιο στα ουράνια ανελήφθη,
Λαμπρός σαν ήλιος έδυσε, μέσα σε δόξα αφάνταστη,
     πίσω από βουνά ευγενικά της Αττικής και του Μορέως.



επίκλησις

Μπολιβάρ! Είσαι του Ρήγα Φερραίου παιδί,
Του Αντωνίου Οικονόμου ― που τόσο άδικα τον σφάξαν ―
     και του Πασβαντζόγλου αδελφός,
Τ’ όνειρο του μεγάλου Μαξιμιλιανού ντε Ρομπεσπιέρ
     ξαναζεί στο μέτωπό σου.
Είσαι ο ελευθερωτής της Νότιας Αμερικής.
Δεν ξέρω ποια συγγένεια σε συνέδεε, αν είτανε απόγονός σου
     ο άλλος μεγάλος Αμερικανός, από το Μοντεβίντεο αυτός,
Ένα μονάχα είναι γνωστό, πως είμαι ο γυιος σου.




ΧΟΡΟΣ

στροφή

(entrée des guitares)

Αν η νύχτα, αργή να περάση,
Παρηγόρια μάς στέλνει τις παλιές τις σελήνες,
Αν στου κάμπου τα πλάτη φαντασμάτων σκοτάδια
Λυσικόμους παρθένες μ’ αλυσίδες φορτώνουν,
Ήρθ’ η ώρα της νίκης, ήρθε ώρα θριάμβου.
Εις τα σκέλεθρα τ’ άδεια στρατηγών πολεμάρχων
Τρικαντά θα φορέσουν που ποτίστηκαν μ’ αίμα,
Και το κόκκινο χρώμα πούχαν πριν τη θυσία
Θα σκεπάση μ’ αχτίδες της σημαίας το θάμπος.



αντιστροφή

(the love of liberty brought us here)


τ’ άροτρα στων φοινικιών τις ρίζες
κι ο ήλιος
που λαμπρός ανατέλλει
σε τρόπαι’ ανάμεσα
και πουλιά
και κοντάρια
θ’ αναγγείλη ώς εκεί που κυλάει το δάκρυ
και το παίρνει ο αέρας στης
θαλάσσης
τα βάθη
τον φριχτότατον όρκο
το φρικτότερο σκότος
το φριχτό παραμύθι:
Libertad



επωδός

(χορός ελευθεροτεκτόνων)

Φύγετε μακρυά μας αρές, μη ζυγώσετε πια, corazón,
Απ’ τα λίκνα στ’ αστέρια, απ’ τις μήτρες στα μάτια,
     corazón,
Όπου απόγκρημνοι βράχοι και ηφαίστεια και φώκιες,
     corazón,
Όπου πρόσωπο σκούρο, και χείλια πλατειά, κι ολόλευκα δόντια,
     corazón,
Ας στηθεί ο φαλλός, και γιορτή ας αρχίση, με θυσίες ανθρώπων, με χορούς,
     corazón,
Μέσ’ σε σάρκας ξεφάντωμα, στων προγόνων τη δόξα,
     corazón,
Για να σπείρουν το σπόρο της καινούργιας γενιάς,
     corazón.



ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ:

Μετά την επικράτησιν της νοτιοαμερικανικής επαναστάσεως στήθηκε στ’ Ανάπλι και τη Μονεμβασιά, επί ερημικού λόφου δεσπόζοντος της πόλεως, χάλκινος ανδριάς του Μπολιβάρ. Όμως, καθώς τις νύχτες ο σφοδρός άνεμος που φυσούσε ανατάραζε με βία την ρεντιγκότα του ήρωος, ο προκαλούμενος θόρυβος είτανε τόσο μεγάλος, εκκωφαντικός, που στέκονταν αδύνατο να κλείση κανείς μάτι, δεν μπορούσε να γενή πλέον λόγος για ύπνο. Έτσι οι κάτοικοι εζήτησαν και, διά καταλλήλων ενεργειών, επέτυχαν την κατεδάφιση του μνημείου.


ΥΜΝΟΣ ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΤΗΡΙΟΣ ΣΤΟΝ ΜΠΟΛΙΒΑΡ

(Εδώ ακούγονται μακρυνές μουσικές που παίζουν, μ’ άφθαστη μελαγχολία, νοσταλγικά λαϊκά τραγούδια και χορούς της Νοτίου Αμερικής, κατά προτίμησιν σε ρυθμό sardane).


στρατηγέ
τι ζητούσες στη Λάρισα
συ
ένας
Υδραίος;



(από τα Ποιήματα, Β´, Ίκαρος, Αθήνα, 1977)


Ανάλυση: 

Σιμόν Μπολιβάρ: , πολιτικός και στρατιωτικός ηγέτης σε πολλά απελευθερωτικά κινήματα των λαών της Νότιας Αμερικής (1810-1830) ενάντια στους Ισπανούς κατακτητές. Το όνομα Μπολιβάρ (BOLIVAR) το πήρε η οικογένειά του από ένα χωριό στην περιοχή των Βάσκων της Ισπανίας. Το ανεξάρτητο κράτος της δημοκρατίας της Βολιβίας ιδρύθηκε στις 6 Αυγούστου του 1825 από τον Μπολιβάρ και φέρει το όνομά του.


Το ποίημα γραμμένο στα χρόνια της Γερμανικής Κατοχής εμφανίζει ένα σκόπιμα υπερτονισμένο ηρωικό περιεχόμενο, που δίνει την άμεση εντύπωση ενός επαναστατικού κειμένου. Εντούτοις, παρά την εύκολα δημιουργούμενη αίσθηση πως αποσκοπεί μόνο στο να στηρίξει το δοκιμαζόμενο ελληνικό λαό στον αγώνα του κατά των κατακτητών, το ποίημα εμπεριέχει κι ένα ουσιαστικότερο κάλεσμα που δεν περιορίζεται στη δεδομένη ιστορική συγκυρία. Ο Εγγονόπουλος αντικρίζει τον κόσμο, χωρίς τα στεγανά του εθνικού προσδιορισμού, και ζητά την ύπαρξη μιας γενιάς ανθρώπων ελεύθερων από κάθε «κατοχή».
Με την εμπειρία της συμμετοχής στις πολεμικές συρράξεις νωπή στην ψυχή του, ο ποιητής αποκτά μια καθαρότερη ματιά απέναντι στο ασφυκτικό πλαίσιο που είχε τεθεί στους ανθρώπους της εποχής του. Άνθρωποι χωρισμένοι με σύνορα εθνικά, άνθρωποι δέσμιοι ενός ανεπιτυχούς οικονομικού συστήματος, που πίσω και πάνω απ’ όλα ήταν η κυρίαρχη αιτία της πολεμικής σύγκρουσης, άνθρωποι που δίχως έλεγχο στη ζωή τους ωθούνταν σ’ έναν φρικτό αλληλοσκοτωμό. Ο ήρωας που οραματίζεται ο ποιητής είναι εκείνος που θα αντισταθεί όχι μόνο στην τρέχουσα στρατιωτική κατοχή, αλλά και σε καθετί άλλο που ελέγχει και υπονομεύει τη ζωή του.
Πέρα πάντως από τη δεσπόζουσα μορφή του Μπολιβάρ, στο ποίημα εξυμνείται και ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, το ελληνικό ανάλογο του ανεξάρτητου και ηρωικού πνεύματος, ενώ πρόδηλη είναι και η παρουσία του ίδιου του ποιητή.


Σιμόν Μπολιβάρ
Ο ήρωας του ποιήματος, ο Σιμόν Μπολιβάρ, γεννημένος στη Βενεζουέλα το 1783, πρωτοστάτησε από το 1808 και για δύο δεκαετίες στην προσπάθεια των χωρών της Νοτίου Αμερικής να αποδεσμευτούν από τον έλεγχο της Ισπανίας. Η Βενεζουέλα, η Βολιβία, που ονομάστηκε έτσι προς τιμή του ήρωα, η Κολομβία, το Περού, ο Ισημερινός και ο Παναμάς πέτυχαν την απελευθέρωσή τους άμεσα ή έμμεσα χάρη στις ηγετικές ικανότητες και την πείσμωνα προσπάθεια του Σιμόν Μπολιβάρ.
Το 1821 με πρωτοβουλία του Μπολιβάρ δημιουργήθηκε η Μεγάλη Κολομβία, μια ομοσπονδία εθνοτήτων που απέβλεπε σε μια σταθερότερη ένωση, όπως αυτή είχε επιτευχθεί από τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Τη Μεγάλη Κολομβία συνιστούσαν εθνότητες που σήμερα ανήκουν στα κράτη της Κολομβίας, του Παναμά, του Ισημερινού και της Βενεζουέλας. Παρά τις συνεχείς προσπάθειες όμως του Μπολιβάρ και παρά τη μεγάλη του επιθυμία για ευόδωση του εγχειρήματος, που τον οδήγησε ακόμη και στο σημείο να ανακηρύξει τον εαυτό του δικτάτορα της ομοσπονδίας το 1828, πολύ γρήγορα έγινε σαφές πως το μεγαλόπνοο σχέδιό του δεν επρόκειτο να πετύχει. Έτσι, δύο χρόνια μετά, ο Μπολιβάρ αποφάσισε να εγκαταλείψει τη θέση του και να καταφύγει στην Ευρώπη. Πέθανε όμως από φυματίωση προτού προλάβει να πραγματοποιήσει το ταξίδι της φυγής του (17 Δεκεμβρίου 1830).
Αξίζει να προσεχθεί πως ο Σιμόν Μπολιβάρ δεν αγωνίστηκε μόνο για την απελευθέρωση της ιδιαίτερης πατρίδας του, όπως και το γεγονός ότι η σκέψη του δεν ήταν δέσμια της έννοιας του έθνους και των τοπικών συνόρων. Ο Μπολιβάρ οραματιζόταν μια ισχυρή ένωση των εθνοτήτων της Νοτίου Αμερικής, αποσκοπώντας στα μεγαλύτερα δυνατά οφέλη για τα επιμέρους κρατίδια που θα αποτελούσαν τη Μεγάλη Κολομβία. Η υπερεθνική αυτή θέαση των πραγμάτων συγκινεί τον Εγγονόπουλο, ο οποίος έβλεπε τις εθνικιστικές τάσεις ως ένα ακόμη σύμπτωμα της μικρόνοιας των ανθρώπων.


Μπολιβάρ,
ένα ελληνικό ποίημα


Ο ποιητής χαρακτηρίζει το ποίημά του ελληνικό, παρά το γεγονός ότι το τιτλοφορεί και το βασίζει στο πρόσωπο ενός ξένου ήρωα, καθώς το περιεχόμενό του αποβλέπει στο να εμπνεύσει και να ενθαρρύνει τους Έλληνες πολίτες. Το ποίημα, βέβαια, αποκτά πανεθνικές διαστάσεις, αν λάβουμε υπόψη μας πως πρόθεση του Έλληνα ποιητή είναι να δει πέρα από τα στενά εθνικά όρια και να υμνήσει την αρετή της ανδρείας, την αρετή του ελεύθερου πνεύματος, ανεξάρτητα από την ειδικότερη εθνική ταυτότητα του προσώπου που κατορθώνει να φτάσει στο ιδανικό της ανδρείας αυτής.

ΦΑΣΜΑ ΘΗΣΕΩΣ ΕΝ ΟΠΛΟΙΣ ΚΑΘΟΡΑΝ, ΠΡΟ
ΑΥΤΩΝ ΕΠΙ ΤΟΥΣ ΒΑΡΒΑΡΟΥΣ ΦΕΡΟΜΕΝΟΝ


Ο ποιητής προτάσσει ένα σύντομο απόσπασμα του Πλουτάρχου από το έργο Βίοι Παράλληλοι και ειδικότερα από τη βιογραφία του μυθικού βασιλιά της Αθήνας, Θησέα (Βίοι Παράλληλοι Θησεύς και Ρωμύλος). Η πλήρης περίοδος του εν λόγω χωρίου έχει ως εξής:
«Xρόνοις δ᾽ ὕστερον Ἀθηναίους ἄλλα τε παρέστησεν ὡς ἥρωα τιμᾶν Θησέα, καὶ τῶν ἐν Μαραθῶνι πρὸς Μήδους μαχομένων ἔδοξαν οὐκ ὀλίγοι φάσμα Θησέως ἐν ὅπλοις καθορᾶν πρὸ αὐτῶν ἐπὶ τοὺς βαρβάρους φερόμενον.»


[Μετά από χρόνια κι άλλα παρακίνησαν τους Αθηναίους να τιμούν το Θησέα ως ήρωα, και το ότι αρκετοί από εκείνους που μάχονταν στο Μαραθώνα ενάντια στους Μήδους νόμιζαν πως είδαν μπροστά τους το φάσμα του Θησέα, ενόπλου, να στρέφεται κατά των εχθρών.]


Η επιλογή του συγκεκριμένου αποσπάσματος σχετίζεται με τη σκέψη του ποιητή πως ένα πρόσωπο μπορεί να λειτουργήσει ως πρότυπο και ως καίρια πηγή έμπνευσης για τους άλλους ανθρώπους. Η εμφάνιση του φάσματος του Θησέα -αναλογικά, η ιδέα και μόνο του δυνατού ήρωα- ενισχύει το σθένος των Ελλήνων απέναντι στον ισχυρό εχθρό. Αντιστοίχως, το παράδειγμα του Μπολιβάρ θα μπορέσει ενδεχομένως να εμπνεύσει τους τώρα δοκιμαζόμενους Έλληνες στην προσπάθειά τους να υπομείνουν την ξενική κατοχή, αλλά και στη μετέπειτα αναζήτηση της νέας ταυτότητάς τους.

Le cuer d’un home vaut tout l’or d’un païs [Η καρδιά ενός άντρα αξίζει όλο το χρυσάφι μιας χώρας]


Ο στίχος παρμένος από το έργο Le Roman de Tristan et Iseut (Το μυθιστόρημα του Τριστάνου και της Ιζόλδης) του Joseph Bedier, αποδίδει ακριβώς την αξία που μπορεί να έχει η θέληση, το ψυχικό σθένος κι η αποφασιστικότητα ενός και μόνο ανθρώπου. Στίχος που ταιριάζει ιδιαίτερα στο παράδειγμα του Μπολιβάρ που προβάλλεται στο ποίημα του Εγγονόπουλου.

Για τους μεγάλους, για τους ελεύθερους,
για τους γενναίους, τους δυνατούς,
Αρμόζουν τα λόγια τα μεγάλα, τα ελεύθερα,
τα γενναία, τα δυνατά,
Γι’ αυτούς η απόλυτη υποταγή κάθε στοιχείου, η σιγή,
γι’ αυτούς τα δάκρυα, γι’ αυτούς οι φάροι,
κι οι κλάδοι ελιάς, και τα φανάρια
Όπου χοροπηδούνε με το λίκνισμα των καραβιών και
γράφουνε στους σκοτεινούς ορίζοντες των λιμανιών,
Γι’ αυτούς είναι τ’ άδεια βαρέλια που σωριαστήκανε στο
πιο στενό, πάλι του λιμανιού, σοκάκι,
Γι’ αυτούς οι κουλούρες τ’ άσπρα σκοινιά, κι οι αλυσίδες,
οι άγκυρες, τ’ άλλα μανόμετρα,
Μέσα στην εκνευριστικιάν οσμή του πετρελαίου,
Για ν’ αρματώσουνε καράβι, ν’ ανοιχτούν, να φύγουνε,
Όμοιοι με τραμ που ξεκινάει, άδειο κι ολόφωτο μέσ’ στη
νυχτερινή γαλήνη των μπαχτσέδων,
Μ’ ένα σκοπό του ταξειδιού: προς τ’ άστρα.


Ο ποιητής επιθυμεί να υμνήσει τους γενναίους και ελεύθερους ανθρώπους∙ εκείνους που με τη δύναμη της ψυχής τους κατορθώνουν να αντισταθούν σε κάθε λογής περιορισμούς. Η πολύτιμη και δυσεπίτευκτη έννοια της ελευθερίας θα πρέπει να νοηθεί εδώ ως μια ευρύτατη κατάσταση αποδέσμευσης από κάθε είδους δεσμά τόσο εξωτερικά όσο και εσωτερικά.
Η ελευθερία που συγκινεί τον ποιητή είναι αυτή που ωθεί το άτομο να δει την αλήθεια της ζωής χωρίς να δεσμεύεται από εσωτερικούς ανασταλτικούς παράγοντες, όπως είναι ο φόβος ή η έλλειψη πίστης στη δύναμη της ατομικής και πολύ περισσότερο της συλλογικής προσπάθειας, η μικροπρέπεια ή η έλλειψη διορατικότητας. Είναι συνάμα η ελευθερία που φέρνει το άτομο πέρα από τις συλλογικές δεσμεύσεις της ανθρώπινης υπόστασης, όπως είναι ο κακώς εννοούμενος εθνικισμός, και του επιτρέπει να αντιληφθεί πότε η υπέρβαση της στενά εθνικής ταυτότητας θα μπορούσε να προσφέρει πολλαπλά οφέλη.
Οι άνθρωποι, λοιπόν, που κατορθώνουν να ζήσουν με πλήρη γενναιότητα, χωρίς να καταβάλλονται από τις συνήθεις ελλείψεις της ανθρώπινης φύσης∙ οι άνθρωποι που αποζητούν τη δικαίωση και την εξύψωση του συνανθρώπου και όχι αναγκαία του ομοεθνή∙ οι άνθρωποι που αντιλαμβάνονται πως δε χωριζόμαστε πια σε έθνη αλλά σε οικονομικά ισχυρούς και σε οικονομικά ασθενείς, σε κρατούντες και σε καθοδηγούμενους, και στρέφουν τους αγώνες τους όχι υπέρ του κράτους και τους έθνους, αλλά υπέρ του ανθρώπου, αξίζουν κάθε πιθανή έκφραση θαυμασμού.
Για τους ξεχωριστούς αυτούς ανθρώπους, τους ελεύθερους σε κάθε επίπεδο, αξίζουν τα πιο ελεύθερα λόγια -όσο κι αν αυτά δε γίνουν απ’ όλους κατανοητά-, αξίζουν τα πιο μεγάλα και τα πιο δυνατά λόγια, αλλά κι η σιωπή. Μπροστά σε αυτούς τους ανθρώπους υποτάσσεται κάθε στοιχείο κι όλα όσα συμβαίνουν ή υπάρχουν θα πρέπει να τους αφιερώνονται, γιατί η ζωή εν τέλει βρίσκει την πλήρη δικαίωσή της μόνο υπό το φως της δικής τους παρουσίας.
Γι’ αυτούς τα δάκρυα και τα δοξαστικά στεφάνια ελιάς, γι’ αυτούς οι φάροι, αλλά και τα φανάρια πάνω στα καράβια, που με την κίνηση της θάλασσας γράφουν στο σκοτάδι ιστορίες γαλήνης ή έντασης. Γι’ αυτούς κάθε αντικείμενο που βρίσκεται στα λιμάνια∙ με τα λιμάνια να αποτελούν το σημείο εκκίνησης -κυριολεκτικά και μεταφορικά- κάθε ταξιδιού είτε αυτό γίνεται στο πλαίσιο μιας πολεμικής επιχείρησης είτε αφορά ένα ταξίδι προς νέους δρόμους του ανθρώπινου είναι. Οι άνθρωποι αυτοί πρωτοπορούν και πρωτοστατούν τόσο στους εσωτερικούς αγώνες απελευθέρωσης όσο και στις μάχες τις πραγματικές. Μοιάζουν, όπως χαρακτηριστικά σχολιάζει ο ποιητής, με ολόφωτο τραμ που ξεκινά άδειο -οι γενναίοι και ελεύθεροι άνθρωποι ανοίγουν πάντοτε μόνοι το δρόμο για τους άλλους- με προορισμό τ’ αστέρια.
Τη στιγμή που ο άνθρωπος αποδεσμεύεται από τις αντιλήψεις που του έχουν περάσει ή επιχειρούν να του περάσουν για το πώς είναι ή πρέπει να είναι ο κόσμος, είναι σε θέση να επιφέρει τόσο σημαντικές αλλαγές στον κόσμο, για χάρη των συνανθρώπων του και κυρίως των κατοπινών, ώστε βαδίζει πια στην αποθέωση, χωρίς κανένα περιορισμό στα εν δυνάμει επιτεύγματά του.

Γι’ αυτούς θα πω τα λόγια τα ωραία, που μου τα υπαγόρευσε
η Έμπνευσις,
Καθώς εφώλιασε μέσα στα βάθια του μυαλού μου όλο
συγκίνηση
Για τις μορφές, τις αυστηρές και τις υπέροχες, του
Οδυσσέα Ανδρούτσου και του Σίμωνος Μπολιβάρ.


Έτσι, σ’ ένα κόσμο όπου οι περισσότεροι ζουν δέσμιοι έσωθεν κι έξωθεν περιορισμών, ο ποιητής αναγνωρίζει και τιμά τους λίγους εκείνους ανθρώπους που με το παράδειγμά τους επιχειρούν την αφύπνιση και των υπολοίπων. Κι είναι έτοιμος γι’ αυτούς να πει τα λόγια τα ωραία, τα λόγια τα δοξαστικά που του υπαγορεύτηκαν από την Έμπνευση, κατά το πρότυπο εδώ των αρχαίων Ελλήνων και Λατίνων ποιητών.
Ο ποιητής αφήνεται στο κάλεσμα της Έμπνευσης που καταλαμβάνει τη σκέψη του και λαμβάνει η ίδια τον έλεγχο των λόγων του, προκειμένου ο έπαινος των γενναίων να είναι ισάξιος της προσφοράς τους, αλλά και της εσωτερικής εκείνης δύναμης που τους τράβηξε πολύ πάνω απ’ το μέσο όρο και τους οδήγησε σε πορείες πρωτόφαντες.
Οι άνθρωποι που αξίζουν αυτόν τον έπαινο είναι ο Μπολιβάρ και ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, καθώς ο καθένας με τον τρόπο του κατέκτησαν την ελευθερία εκείνη που τους επέτρεψε να δουν πίσω και πέρα από το προφανές.
Ο Μπολιβάρ επιζητά και κατορθώνει την απελευθέρωση της Νοτίου Αμερικής από τον έλεγχο των Ισπανών, και πολύ περισσότερο διαβλέπει την ισχύ που θα μπορούσαν να έχουν οι χώρες αυτές αν προχωρούσαν σε μια ένωση, αφήνοντας στην άκρη επιμέρους τοπικιστικές διαφορές. Αντιστοίχως, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, πολέμησε με γενναιότητα για την εκδίωξη των Τούρκων από την Ελλάδα, κατάλαβε όμως έγκαιρα πως οι θυσίες των Ελλήνων εξυπηρετούσαν κυρίως το παρασιτικό σινάφι των πολιτικών της χώρας, οι οποίοι αμέτοχοι από το πεδίο της μάχης απολάμβαναν ποικιλοτρόπως τα οφέλη της εξουσίας στο υπό διαμόρφωση ελληνικό κράτος.


Οδυσσέας Ανδρούτσος
Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος γεννήθηκε κατά το 1790 πιθανότατα στην Ιθάκη, είχε αρβανίτικη καταγωγή απ’ τη μεριά του πατέρα του, του Ανδρέα Βερούση, και δολοφονήθηκε με άγριο τρόπο από Έλληνες τον Ιούνιο του 1825.
Η αρβανίτικη καταγωγή του κι οι φιλικές σχέσεις του πατέρα του με τον επίσης αρβανίτη Αλή Πασά, προσέφεραν στον Ανδρούτσο την ευκαιρία μιας ουσιαστικής καλλιέργειας, μιας άρτιας στρατιωτικής εκπαίδευσης, καθώς και μιας σημαντικής χρηματικής περιουσίας, η οποία χρησιμοποιήθηκε κατόπιν για να χρηματοδοτήσει τις πολεμικές προσπάθειές του.
Ο Ανδρούτσος εξαιρετικά ευφυής και αντισυμβατικός, διακρίθηκε γρήγορα για τις ηγετικές του ικανότητες και με μια σειρά εντυπωσιακών χτυπημάτων ενάντια στους Τούρκους έλαβε την αναγνώριση και το σεβασμό των Ελλήνων συμπατριωτών του. Ο Ανδρούτσος εντούτοις δεν είχε αυταπάτες σχετικά με τη στάση πολλών Ελλήνων που κατείχαν σημαντικές θέσεις τόσο στην κυβέρνηση όσο και στον κλήρο. Κι η στάση του απέναντί τους ήταν αμείλικτη, καθώς θεωρούσε απεχθή την τάση τους να εκμεταλλεύονται κάθε ευκαιρία με μόνο γνώμονα το ίδιον κέρδος. Ήρθε ανοιχτά σε σύγκρουση μαζί τους και βρέθηκε να διώκεται συνδυαστικά από κυβερνώντες και κληρικούς, οι οποίοι έβλεπαν στο πρόσωπό του έναν εξαιρετικά επικίνδυνο αντίπαλο.
Το ιδανικό του Οδυσσέα Ανδρούτσου για το οποίο αγωνίστηκε και τελικά θανατώθηκε δεν ήταν απλώς μια ελεύθερη από τους Τούρκους Ελλάδα, αλλά μια Ελλάδα ελεύθερη από κάθε πιθανό εκμεταλλευτή των πολιτών, οποιασδήποτε εθνικότητας κι αν ήταν αυτός. Για τον Ανδρούτσο οι καιροσκόποι πολιτικοί και οι υποκριτές ιερείς αποτελούσαν έναν εξίσου σημαντικό με τους Τούρκους εχθρό, που θα έπρεπε να εκδιωχθεί εγκαίρως από το νεοϊδρυθέν ελληνικό κράτος.
Την επαχθή τακτική των Ελλήνων πολιτικών που εν καιρώ αντιλήφθηκαν όλοι οι Έλληνες πολίτες, την αντιλήφθηκε από νωρίς ο Ανδρούτσος, ο οποίος γνώρισε έτσι μια πρωτόφαντη προσπάθεια σπίλωσης του ονόματός του κι ένα μαρτυρικό θάνατο.
Η συσχέτιση του Οδυσσέα Ανδρούτσου με τον ιδανικό Μπολιβάρ, δεν είναι μια ιδέα που εμφανίζεται για πρώτη φορά στο ποίημα αυτό του Εγγονόπουλου, κατά το παρελθόν κι άλλοι άνθρωποι αντιλήφθηκαν τα κοινά στοιχεία που συνέδεαν τις δύο εξέχουσες αυτές προσωπικότητες. Ο Άγγλος Edward Trelawny που συνόδευσε τον Λόρδο Βύρωνα το 1823 στην Ελλάδα, για να πολεμήσει στο πλευρό των Ελλήνων αγωνιστών, είχε την ευκαιρία να γνωρίσει τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, κι είχε συνειδητοποιήσει πως οι επιδιώξεις και οι ιδέες του για το μέλλον της χώρας, τον έφερναν ακριβώς στους δρόμους σκέψης και αντίληψης του Μπολιβάρ. Χαρακτηριστικά ως προς αυτό διαβάζουμε στον τρίτο τόμο του βιβλίου του Κυριάκου Σιμόπουλου "Πώς είδαν οι ξένοι την Ελλάδα του '21", τα ακόλουθα: Ο Trelawny αφοσιώθηκε στον Ανδρούτσο μέχρι λατρείας. Πίστευε πως μόνο αυτός θα σώσει την Ελλάδα. Ήταν ο Μπολιβάρ των Ελλήνων, ένας νέος Ουάσιγκτον. "Είναι δοξασμένος, άξιος, ευγενικός." Θαυμασμός απέραντος και απόλυτη εμπιστοσύνη. "Θα ανέβω ή θα πέσω μαζί του. Έχω ενώσει την τύχη μου με την τύχη αυτού του ανθρώπου" (Letters, σ.89). Ο Trelawny ήταν ατρόμητος και σκληροτράχηλος. Κέρδισε τον σεβασμό των αγωνιστών και ο Οδυσσέας τον διόρισε καπετάνιο επικεφαλής ενός μικρού τμήματος."

Όμως για τώρα θα ψάλω μοναχά τον Σίμωνα, αφήνοντας
τον άλλο για κατάλληλο καιρό,
Αφήνοντάς τον για ναν τ’ αφιερώσω, σαν έρθ’ η ώρα,
ίσως το πιο ωραίο τραγούδι που έψαλα ποτέ,
Ίσως τ’ ωραιότερο τραγούδι που ποτές εψάλανε σ’ όλο τον κόσμο.
Κι αυτά όχι για τα ότι κι οι δυο τους υπήρξαν για τις
πατρίδες, και τα έθνη, και τα σύνολα,
κι άλλα παρόμοια, που δεν εμπνέουν,
Παρά γιατί σταθήκανε μέσ’ στους αιώνες, κι οι δυο τους,
μονάχοι πάντα, κι ελεύθεροι, μεγάλοι,
γενναίοι και δυνατοί.


Ο Εγγονόπουλος θέλει να υμνήσει τον Ανδρούτσο, θέλει να μιλήσει για την αξία του ανθρώπου αυτού που τα έβαλε με το πολιτικό κατεστημένο, τη διαφθορά και την υποκριτική λατρεία του «έθνους»∙ θέλει να μιλήσει για τη διαστρέβλωση του όρου πατριώτης, που τόσο επικερδώς χρησιμοποιούν οι πολιτικοί μας, αλλά γνωρίζει πως τα λόγια του θα παρερμηνευθούν. Την ώρα που γράφεται αυτό το ποίημα, την ώρα που ο ελληνικός λαός δοκιμάζεται από τη γερμανική Κατοχή, ο ποιητής γνωρίζει πως δύσκολα θα γίνει αντιληπτή η προειδοποίησή του για το ποιος θα κερδίσει κι απ’ αυτή τη νέα δοκιμασία των Ελλήνων.
Το έθνος, που θα έπρεπε να αποτελεί μια ιερή αξία, γίνεται στα χέρια των πολιτικών και των δυνατών εν γένει, ένα μέσο χειραγώγησης και κάποτε φανατισμού των πολιτών, οι οποίοι αδυνατούν να διακρίνουν πως για τους ιθύνοντες όλο αυτό δεν είναι παρά ένα κενό γράμμα, που το χρησιμοποιούν μόνο για να πλουτίζουν και ν’ απολαμβάνουν τα οφέλη της δύναμης που τους χαρίζει η θέση τους.
Έτσι, αν έθνος ή πατρίδα ή σύνολο σημαίνει μια ομάδα ανθρώπων που μάχονται και θυσιάζονται για να κερδίζουν οι πλούσιοι και οι εκάστοτε κυβερνώντες, τότε τίποτε από αυτά δεν αξίζει πραγματικά. Ο ποιητής διαπιστώνει με λύπη πως οι Έλληνες έχουν πέσει θύματα και οδηγούνται σε μια καταστροφική για το ένδοξο έθνος τους πορεία, εξαιτίας της απληστίας των πολιτικών τους. Κι ο έπαινος που συνθέτει για τον Ανδρούτσο και τον Μπολιβάρ, δεν απευθύνεται τόσο στους αγώνες που έκαναν ο καθένας για την πατρίδα του, όσο για τη δύναμη που είχαν να δουν πέρα από τα στεγανά του έθνους και να αποζητήσουν το καλύτερο δυνατό για τους συμπολίτες τους, έστω κι αν αυτό σήμαινε συνεργασία με άλλα έθνη, έστω κι αν αυτό σήμαινε μια απευθείας σύγκρουση με τους πολιτικούς άρχοντες που στο όνομα του έθνους επιχειρούσαν να κρύψουν την άνευ ορίων κενοδοξία και φιλαργυρία τους.


Ο ποιητής, όμως, αφήνει για μια μελλοντική στιγμή τη σύνθεση του ωραιότερου ποιήματός του, του ωραιότερου ποιήματος που ίσως γραφτεί ποτέ, του ποιήματος εκείνου που θα μιλήσει ανοιχτά για τον Έλληνα ήρωα που πέθανε για ό,τι πραγματικά είχε αξία, για τη δημιουργία δηλαδή μιας ελληνικής κοινωνίας απαλλαγμένης από τους μικροπρεπείς, άπληστους και ανίκανους να ωφελήσουν την Ελλάδα πολιτικούς.
Επί της ουσίας, βέβαια, ο έπαινος του Μπολιβάρ που θα ακολουθήσει δεν είναι παρά ένας χωρίς προηγούμενο ύμνος για τον Οδυσσέα Ανδρούτσο. Ο Εγγονόπουλος γνωρίζοντας πως η ιστορική συγκυρία δεν ήταν κατάλληλη για να στραφεί ανοιχτά κατά τις υποκρισίας των κυβερνώντων και να δοξάσει το όνομα του Ανδρούτσου, κρύβει τον έπαινό του για τον Έλληνα ήρωα πίσω από τις λέξεις που αφιερώνει στον Μπολιβάρ.
Η διακειμενική αναφορά στο ποίημα του Κωνσταντίνου Καβάφη «Από την σχολήν του περιωνύμου φιλοσόφου» (Ή τέλος, δυνατόν και στα πολιτικά / να επέστρεφεν —αξιεπαίνως ενθυμούμενος / τες οικογενειακές του παραδόσεις, /το χρέος προς την πατρίδα, κι άλλα ηχηρά παρόμοια.), τονίζει ακόμη περισσότερο την πρόθεση του ποιητή να στραφεί κατά των πολιτικών της χώρας που με τη δράση τους έχουν κατ’ επανάληψη καταδικάσει τους πολίτες στην ανέχεια και τη διάψευση της ελπίδας τους να δουν την πραγματική άνθιση του ελληνικού έθνους.

Και τώρα ν’ απελπίζουμαι που ίσαμε σήμερα
δεν με κατάλαβε, δεν θέλησε, δε μπόρεσε να καταλάβη
τι λέω, κανείς;
Βέβαια την ίδια τύχη νάχουνε κι αυτά που λέω τώρα
για τον Μπολιβάρ, που θα πω αύριο για τον Ανδρούτσο;
Δεν είναι κι εύκολο, άλλωστε, να γίνουν τόσο γλήγορα
αντιληπτές μορφές της σημασίας τ’ Ανδρούτσου και του Μπολιβάρ,
Παρόμοια σύμβολα.
Αλλ’ ας περνούμε γρήγορα: προς Θεού, όχι συγκινήσεις,
κι υπερβολές, κι απελπισίες.
Αδιάφορο, η φωνή μου είτανε προωρισμένη μόνο για τους αιώνες.
(Στο μέλλον, το κοντινό, το μακρυνό, σε χρόνια, λίγα,
πολλά, ίσως από μεθαύριο, κι αντιμεθαύριο,
Ίσαμε την ώρα που θε ν’ αρχινίση η Γης να κυλάη
άδεια, κι άχρηστη, και νεκρή, στο στερέωμα,
Νέοι θα ξυπνάνε, με μαθηματικήν ακρίβεια, τις άγριες
νύχτες, πάνω στην κλίνη τους,
Να βρέχουνε με δάκρυα το προσκέφαλό τους,
αναλογιζόμενοι ποιος είμουν, σκεφτόμενοι
Πως υπήρξα κάποτες, τι λόγια είπα, τι ύμνους έψαλα.
Και τα θεόρατα κύματα, όπου ξεσπούνε κάθε βράδυ στα
εφτά της Ύδρας ακρογιάλια,
Κι οι άγριοι βράχοι, και το ψηλό βουνό που κατεβάζει τα δρολάπια,
Αέναα, ακούραστα, θε να βροντοφωνούνε τ’ όνομά μου.)


Η στροφή αυτή είναι από τις σημαντικότερες του ποιήματος καθώς υποδηλώνει εξαρχής τις εύλογες επιφυλάξεις του ποιητή για το πώς θα εκληφθεί ο λόγος του από τους συγκαιρινούς του. Ο ποιητής γνωρίζει πως μέσα στη φωτιά της Κατοχής οι πιθανοί αναγνώστες του θα θεωρήσουν πως το ποίημα αυτό δεν είναι παρά ένα κάλεσμα για αντίσταση κατά του προφανούς εχθρού, των Γερμανών. Γνωρίζει πως δύσκολα θα διακρίνουν την αλήθεια του λόγου του και της επιθυμίας του για έναν κόσμο που θα υπηρετεί την αξία του ανθρώπου πέρα από εθνικούς προσδιορισμούς.
Ο ποιητής, όπως πριν από αυτόν ο Ανδρούτσος, δεν προσδοκά την απελευθέρωση της Ελλάδας μόνο και μόνο για να έρθουν οι επίδοξοι κρατούντες και να δρέψουν τα οφέλη απ’ το θάνατο των Ελλήνων πολιτών. Ο ποιητής προσδοκά την ημέρα που η χώρα θα βρει την πραγματική λευτεριά της, κινούμενη προς τη δικαίωση του απλού ανθρώπου και όχι προς τον πλουτισμό των άπληστων καιροσκόπων. Μα ξέρει πως δεν μπορεί να μιλήσει κατά του έθνους –του έθνους, όπως το εννοούν οι κυβερνώντες, ως ένα σύνολο δηλαδή πολιτών που υπομένουν τα πάνδεινα στο όνομα της πατρίδας κατά τη δική τους αγαθή προαίρεση, ενώ στην πραγματικότητα υποφέρουν και πεθαίνουν για να εξυπηρετούν τα συμφέροντα των ισχυρών. Ξέρει πως όχι μόνο δε θα κατορθώσει να αφυπνίσει τους συμπολίτες του, αλλά θα δεχτεί και την οργή τους, όπως κάποτε τη δέχτηκε και ο Ανδρούτσος. Έτσι, εκφράζοντας την απελπισία του για το γεγονός ότι κανείς ποτέ δεν τον κατάλαβε ή δε θέλησε να τον καταλάβει, δίνει στο συνειδητοποιημένο αναγνώστη το ερέθισμα να δει πιο προσεκτικά το ποιον υμνεί και γιατί.
Ο Εγγονόπουλος, λοιπόν, βέβαιος για την αδυναμία των ανθρώπων της εποχής του να διακρίνουν το μήνυμα του ποιήματός του, προβλέπει πως τα λόγια του θα μείνουν για πολλά χρόνια δυσερμήνευτα, αν όχι ακατάληπτα. Εντούτοις βρίσκει παρηγοριά στη σκέψη πως ακόμη κι αν δεν γίνει αντιληπτός στη δική του εποχή, κάποτε στο μέλλον το κοντινό ή το απώτατο οι άνθρωποι που για χρόνια θα μάχονται με το κρυφό νόημα της ύπαρξής του και θα παλεύουν εναγώνια με τις λέξεις του, ίσως κατανοήσουν τι πράγματι θέλησε να πει.
Προβλέπει επίσης τη διαχρονική του φήμη, καθώς το όνομά του θα το βροντοφωνάζουν τα θεόρατα κύματα, οι άγριοι βράχοι κι άνεμοι που θα διατρέχουν το ψηλό βουνό της Ύδρας. Η αναφορά του ποιητή στο ίδιο του το έργο και στην αργοπορημένη αναγνώριση της προσφοράς του, έρχεται να τονίσει την αίσθησή του πως θα χρειαστεί καιρός μέχρι να είναι οι άνθρωποι έτοιμοι να κατανοήσουν όσα τόσο νωρίς πρεσβεύει ο ίδιος. Όπως άλλοτε δυσκολεύτηκαν να αποδεχτούν την υπερρεαλιστική του γραφή, έτσι και τώρα δύσκολα θα αντιληφθούν την προσπάθειά του να αιτηθεί μια δικαιότερη πολιτεία, με τους πολίτες απαλλαγμένους από την παρασιτική παρουσία του σαθρού πολιτικού συστήματος.
Όπως, δηλαδή, δεν είναι εύκολο να γίνει αντιληπτή η παρουσία και το έργο του Ανδρούτσου και του Μπολιβάρ, το ίδιο πιστεύει ο ποιητής πως θα συμβεί και με το δικό του έργο, ιδίως από τη στιγμή που επιλέγει εν καιρώ μεγάλης δοκιμασίας για την Ελλάδα να μιλήσει για τον ήρωα που δε δίστασε να αναμετρηθεί με τους κυβερνώντες. Ο παραλληλισμός του ίδιου του ποιητή με τους ήρωές του επιτρέπει το ομαλότερο πέρασμα της αυτοαναφορικότητας στο ποίημα. Ο Εγγονόπουλος παίρνει το ρίσκο να αμφισβητήσει ιερές έννοιες, κι αυτό τον καθιστά, αν όχι κοινωνό της ίδιας γενναιότητας που ενέπνευσε τον Ανδρούτσο και τον Μπολιβάρ, τουλάχιστον ικανό ερμηνευτή της πνευματικής τους κληρονομιάς. Σε κάθε περίπτωση διαπλέκει δικαιωματικά τον εαυτό του στον έπαινο που συνθέτει προς τιμή των ηρώων.

Ας επανέλθουμε όμως στον Σίμωνα Μπολιβάρ.

Μπολιβάρ! Όνομα από μέταλλο και ξύλο, είσουνα
ένα λουλούδι μέσ’ στους μπαχτσέδες της Νότιας Αμερικής.
Είχες όλη την ευγένεια των λουλουδιών μέσ’ στην καρδιά σου,
μέσ’ στα μαλλιά σου, μέσα στο βλέμμα σου.
Η χέρα σου είτανε μεγάλη σαν την καρδιά σου,
και σκορπούσε το καλό και το κακό.
Ροβόλαγες τα βουνά κι ετρέμαν τ’ άστρα, κατέβαινες
στους κάμπους, με τα χρυσά, τις επωμίδες,
όλα τα διακριτικά του βαθμού σου,
Με το ντουφέκι στον ώμο αναρτημένο, με τα στήθια
ξέσκεπα, με τις λαβωματιές γιομάτο το κορμί σου,
Κι εκαθόσουν ολόγυμνος σε πέτρα χαμηλή, στ’ ακροθαλάσσι,
Κι έρχονταν και σ’ έβαφαν με τις συνήθειες των πολεμιστών Ινδιάνων,
Μ’ ασβέστη, μισόνε άσπρο, μισό γαλάζιο, για να φαντάζης
σα ρημοκκλήσι σε περιγιάλι της Αττικής,
Σαν εκκλησιά στις γειτονιές των Ταταούλων,
ωσάν ανάχτορο σε πόλη της Μακεδονίας ερημική.


Ο ποιητής έχοντας αναφερθεί στον Οδυσσέα Ανδρούτσο κι έχοντας δώσει έτσι το κλειδί για την κατανόηση του ποιήματος, ξεκινά την εξύμνηση του Μπολιβάρ, που δεν είναι παρά η εξύμνηση του Ανδρούτσου και στο πρόσωπο αυτού κάθε ανθρώπου που τολμά να σκεφτεί και να δράσει χωρίς περιορισμούς, ιδίως όταν αυτοί οι περιορισμοί τίθενται για να υπηρετούν τα συμφέροντα άλλων.
Ο Μπολιβάρ κατέχει όλες τις αρετές που συνθέτουν τη μεγαλοσύνη των ανθρώπων. Είναι δυνατός και γενναίος, μα κι ευγενικός και καλόψυχος σαν τα λουλούδια της πατρογονικής του ηπείρου. Σκορπά γύρω του το καλό, μα και το κακό, έννοιες αλληλένδετες μεταξύ τους, αφού δεν μπορεί να νοηθεί άνθρωπος ή πράξη αμιγώς καλή. Αποκτά γοργά τις διαστάσεις συμβόλου και γιγαντώνεται στη σκέψη του ποιητή, που τον παρουσιάζει να περπατά στα βουνά κάνοντας τ’ άστρα να τρέμουν στο αντίκρισμά του.
Πολύ περισσότερο όμως ο ποιητής αναγνωρίζει πως ο Μπολιβάρ λειτουργεί ως συνεκτικός δεσμός μεταξύ όλων των εθνών και κυρίως τον συνδέει με τις περιοχές της ελληνικής γης, αφού στο πρόσωπο αυτού υμνείται παράλληλα κι ο Οδυσσέας Ανδρούτσος. Έτσι, ο γυμνός ήρωας που βάφεται κατά το συνήθειο των πολεμιστών Ινδιάνων μοιάζει με ερημοκλήσι της Αττικής, με εκκλησία στις ελληνικές γειτονιές της Κωνσταντινούπολης, αλλά και με ανάκτορο της Μακεδονίας.
Η παρουσία του Μπολιβάρ, η ελεύθερη φύση του και η ευλογία του παραδείγματός του διατρέχουν όλον τον ελληνισμό. Σαφής εδώ η επιθυμία του ποιητή να υπάρξει μια γόνιμη πρόσληψη της σκέψης του Μπολιβάρ και κατ’ επέκταση του Ανδρούτσου απ’ όλους τους Έλληνες.

Μπολιβάρ! Είσουνα πραγματικότητα, και είσαι,
και τώρα, δεν είσαι όνειρο.
Όταν οι άγριοι κυνηγοί καρφώνουνε τους άγριους αετούς,
και τ’ άλλα άγρια πουλιά και ζώα,
Πάν’ απ’ τις ξύλινες τις πόρτες στ’ άγρια δάση,
Ξαναζής, και φωνάζεις, και δέρνεσαι,
Κι είσαι ο ίδιος εσύ το σφυρί, το καρφί, κι ο αητός.
Αν στα νησιά των κοραλλιών φυσούνε ανέμοι,
κι αναποδογυρίζουνε τα έρημα καΐκια,
Κι οι παπαγάλοι οργιάζουνε με τις φωνές σαν πέφτει
η μέρα, κι οι κήποι ειρηνεύουνε πνιγμένοι σ’ υγρασία,
Και στα ψηλά δεντρά κουρνιάζουν τα κοράκια,
Σκεφτήτε, κοντά στο κύμα, του καφφενείου τα σιδερένια τα τραπέζια,
Μέσ’ στη μαυρίλα πώς τα τρώει τ’ αγιάζι, και μακρυά
το φως π’ ανάβει, σβύνει, ξανανάβει, και γυρνάει πέρα δώθε,
Και ξημερώνει ― τι φριχτή αγωνία ― ύστερα από μια νύχτα
δίχως ύπνο,
Και το νερό δεν λέει τίποτε από τα μυστικά του.
Έτσ’ η ζωή.
Κι έρχετ’ ο ήλιος, και της προκυμαίας τα σπίτια, με
τις νησιώτικες καμάρες,
Βαμμένα ροζ, και πράσινα, μ’ άσπρα περβάζια
(η Νάξο, η Χίος),
Πώς ζουν! Πώς λάμπουνε σα διάφανες νεράιδες! Αυτός
ο Μπολιβάρ!


Ο Μπολιβάρ υπάρχει ακόμη κι εμφανίζεται σ’ όλες τις εκφάνσεις της ανθρώπινης δραστηριότητας. Όταν οι κυνηγοί σκοτώνουν τους άγριους αετούς και τους καρφώνουν πάνω απ’ τις πόρτες των σπιτιών τους, ο Μπολιβάρ είναι ταυτόχρονα και ο αετός και το σφυρί και το καρφί. Ό,τι συνέβη κι ό,τι συμβαίνει κι ό,τι θα συμβεί γίνονται όλα υπό τη σκιά του Μπολιβάρ, γίνονται όλα χάρη και προς τιμή των ηρωικών ανθρώπων, που με τη σκέψη τους προσέφεραν την ελευθερία της δράσης.
Μέσα στην πίκρα της ζωής, μέσα στο σκοτάδι που καλύπτει τα πάντα και φέρνει τον πόνο σ’ αντικείμενα και σ’ ανθρώπους, ο Μπολιβάρ είναι ο ήλιος που φωτίζει και φέρνει τη χαρά και την αισιόδοξη διάθεση. Ο Μπολιβάρ είναι συνάμα η γενναιότητα που έχουν ανάγκη οι άνθρωποι για ν’ αντέξουν, είναι η ελευθερία που χρειάζονται στην ψυχή και στη σκέψη τους για να διεκδικήσουν τη ζωή που τους ανήκει, είναι η δύναμη που χρειάζονται για να υλοποιήσουν τη δύσκολη πράξη του αγώνα.
Η αναφορά στα ελληνικά νησιά, η επαναλαμβανόμενη αναφορά στους ελληνικούς τόπους είναι ο τρόπος του ποιητή για να κρατά διαρκώς στη σκέψη του αναγνώστη πως ο σύνδεσμος του Μπολιβάρ με την Ελλάδα και τους πολίτες της είναι αδιάσπαστος. Ο Μπολιβάρ με τον ηρωισμό του είναι το παράδειγμα που θα πρέπει να έχουν οι Έλληνες στη σκέψη τους, αν θέλουν να φέρουν στην πατρίδα τους την ευημερία που επιθυμούν.

Μπολιβάρ! Κράζω τ’ όνομά σου ξαπλωμένος
στην κορφή του βουνού Έρε,
Την πιο ψηλή κορφή της νήσου Ύδρας.
Από δω η θέα εκτείνεται μαγευτική μέχρι των νήσων
του Σαρωνικού, τη Θήβα,
Μέχρι κει κάτω, πέρα απ’ τη Μονεβασιά, το τρανό
Μισίρι,
Αλλά και μέχρι του Παναμά, της Γκουατεμάλα, της
Νικαράγκουα, του Οντουράς, της Αϊτής,
του Σαν Ντομίγκο, της Βολιβίας,
της Κολομβίας, του Περού, της Βενεζουέλας,
της Χιλής, της Αργεντινής, της Βραζιλίας,
Ουρουγουάη, Παραγουάη, του Ισημερινού,
Ακόμη και του Μεξικού.
Μ’ ένα σκληρό λιθάρι χαράζω τ’ όνομά σου πάνω στην
πέτρα, νάρχουνται αργότερα οι ανθρώποι να προσκυνούν.
Τινάζονται σπίθες καθώς χαράζω ― έτσι είτανε, λεν, ο
Μπολιβάρ ― και παρακολουθώ
Το χέρι μου καθώς γράφει, λαμπρό μέσα στον ήλιο.

Είδες για πρώτη φορά το φως στο Καρακάς. Το φως το δικό σου,
Μπολιβάρ, γιατί ώς νάρθης η Νότια Αμερική
ολόκληρη είτανε βυθισμένη στα πικρά σκοτάδια.
Τ’ όνομά σου τώρα είναι δαυλός αναμμένος, που φωτίζει
την Αμερική, και τη Βόρεια και τη Νότια, και την οικουμένη!
Οι ποταμοί Αμαζόνιος και Ορινόκος πηγάζουν από τα μάτια σου.
Τα ψηλά βουνά έχουν τις ρίζες στο στέρνο σου,
Η οροσειρά των Άνδεων είναι η ραχοκοκκαλιά σου.
Στην κορφή της κεφαλής σου, παλληκαρά, τρέχουν
τ’ ανήμερα άτια και τ’ άγρια βόδια,
Ο πλούτος της Αργεντινής.
Πάνω στην κοιλιά σου εκτείνονται οι απέραντες φυτείες του καφφέ.


Ο ποιητής ξαπλωμένος στην κορφή του ψηλότερου βουνού της Ύδρας, του Έρε (λέξη που στα αρβανίτικα σημαίνει αέρας), φωνάζει το όνομα του Μπολιβάρ, μεταδίδοντας έτσι το μήνυμα της υπέροχης ύπαρξής του σ’ όλους τους τόπους που μπορεί κανείς να δει απ’ το όμορφο νησί, που κατέχει μέρος της καταγωγής του ίδιου του Εγγονόπουλου.
Από τα νησιά του Σαρωνικού μέχρι τη Θήβα και την Πελοπόννησο, μέχρι την Αίγυπτο και μέχρι τις χώρες της Νοτίου Αμερικής, σ’ όλες τις άκρες της γης που υπάρχει ελληνισμός και σ’ όλες τις χώρες που δέχτηκαν την ευεργεσία της γενναιότητας του Μπολιβάρ, φτάνει η θέα από την κορφή του Έρε. Το παράδειγμα του Μπολιβάρ και κατ’ επέκταση το παράδειγμα του Ανδρούτσου πρέπει να φτάσει παντού και να αφυπνίσει τις συνειδήσεις των ανθρώπων. Τα δεσμά των ανθρώπων πρέπει να σπάσουν κι αυτό θα συμβεί μόνο όταν αποδεχτούν κι υιοθετήσουν την ελευθερία που είχε το πνεύμα του Μπολιβάρ.
Ο ποιητής χαράζει το όνομα του ήρωα στην κορφή του βουνού για να το προσκυνούν αργότερα οι άνθρωποι, όπως άλλωστε κάνει και συνθέτοντας αυτό το ποίημα, που λειτουργεί ως διαρκής υπόμνηση της αξίας που έχει η δύναμη της διεκδίκησης.
Προτού γεννηθεί ο Μπολιβάρ και με τη δράση του προσφέρει την ελευθερία στα έθνη της Νότιας Αμερικής, όλες αυτές οι χώρες βρίσκονταν στα σκοτάδια της υποταγής. Το πέρασμα του Μπολιβάρ απ’ τη ζωή, το πάθος με το οποίο διεκδίκησε την απελευθέρωση απ’ τους Ισπανούς και η οξυδέρκεια της σκέψης του, στάθηκαν ικανοί παράγοντες για να φέρουν την ελευθερία σε πολλές χώρες και σε χιλιάδες συνανθρώπους του. Έτσι, ο ήρωας έχει πια γίνει ένα με τον τόπο που απελευθέρωσε, τον τόπο που έχει πια ταυτιστεί με την ύπαρξή του και εκπηγάζει απ’ το ίδιο του το σώμα.
Παρόλο που η υλοποίηση κάθε αγώνα αποτελεί μια συλλογική προσπάθεια και απαιτεί τη θυσία πολλών ανθρώπων, εντούτοις ο ποιητής εκθειάζει την ατομική προσφορά του ήρωα, καθώς ήταν εκείνος που με το προσωπικό παράδειγμα και με την άκαμπτη επιμονή του ενέπνευσε το επαναστατικό κίνημα που σάρωσε την ισπανική κυριαρχία στη Νότια Αμερική. Αντιστοίχως, με τους στίχους του ο ποιητής και με την εξύμνηση του Μπολιβάρ και του Ανδρούτσου επιδιώκει την αφύπνιση έστω ενός ανθρώπου, που θα θελήσει πραγματικά να αναμορφώσει την ελληνική πολιτεία, θέτοντας ένα τέρμα στην ανεξέλεγκτη κυριαρχία των πολιτικών φατριών και στην ανερυθρίαστη εκμετάλλευση των πολιτών από τους κρατούντες. Ένας πολίτης να αντιληφθεί το σκάρτο παιχνίδι των πολιτικών, όπως πολύ πρώιμα το κατάλαβε ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, ίσως δοθεί το έναυσμα για μια ριζική αναμόρφωση του τρόπου που διοικείται ετούτος ο βασανισμένος τόπος.

Σαν μιλάς, φοβεροί σεισμοί ρημάζουνε το παν,
Από τις επιβλητικές ερημιές της Παταγονίας
μέχρι τα πολύχρωμα νησιά,
Ηφαίστεια ξεπετιούνται στο Περού και ξερνάνε
στα ουράνια την οργή τους,
Σειούνται τα χώματα παντού και τρίζουν
τα εικονίσματα στην Καστοριά,
Τη σιωπηλή πόλη κοντά στη λίμνη.
Μπολιβάρ, είσαι ωραίος σαν Έλληνας.


Το ηρωικό παράδειγμα του Μπολιβάρ ενθουσιάζει τον ποιητή, ο οποίος με γνήσιο θαυμασμό αναλογίζεται πώς ο ένας αυτός άνθρωπος κατόρθωσε να ξεσηκώσει και να αλλάξει τα πάντα, όχι μόνο σε μια χώρα, αλλά σε μια τεράστια περιοχή, επηρεάζοντας τις ζωές χιλιάδων και κατόπιν εκατομμυρίων ανθρώπων.
Ο ποιητής επεκτείνει βέβαια την επίδραση του ηρωικού Μπολιβάρ μέχρι την Ελλάδα και του αποδίδει τον ενδοξότερο έπαινο: «Μπολιβάρ, είσαι ωραίος σαν Έλληνας». Έλληνας, υπό την έννοια του ελεύθερου εκείνου πνεύματος που χαρακτήριζε τους αρχαίους Έλληνες και ιδίως τους Αθηναίους στην ακμή τους. Με όλα εκείνα τα στοιχεία που τόσο παραστατικά απέδωσε ο Περικλής στον Επιτάφιο λόγο του∙ την ψυχική γενναιότητα μπροστά σε κινδύνους διεξοδικά μελετημένους, την αγάπη στο καλαίσθητο, την ενασχόληση με την τέχνη και τη φιλοσοφία και πάνω απ’ όλα την πλήρη ελευθερία στη διαμόρφωση των συλλογισμών τους. Έλληνας, λοιπόν, όχι με την έννοια της καταγωγής, αλλά καλύτερα Ελληνικός με την έννοια που αποδίδει στον όρο ο Καβάφης στο Επιτύμβιον Aντιόχου, βασιλέως Kομμαγηνής

Υπήρξεν έτι το άριστον εκείνο, Ελληνικός—

ιδιότητα δεν έχ’ η ανθρωπότης τιμιοτέραν·
εις τους θεούς ευρίσκονται τα πέραν.

Σε πρωτοσυνάντησα, σαν είμουνα παιδί,
σ’ ένα ανηφορικό καλντιρίμι του Φαναριού,
Μια καντήλα στο Μουχλιό φώτιζε το ευγενικό πρόσωπό σου.
Μήπως νάσαι, άραγες, μια από τις μύριες μορφές που πήρε,
κι άφησε, διαδοχικά, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος;


Ο έπαινος του ήρωα και η σύνδεσή του με την Ελλάδα και τους Έλληνες συνεχίζεται από τον ποιητή, που περνά τώρα σε μια ιστορικά θελκτική συσχέτισή του Μπολιβάρ με τη βυζαντινή παράδοση των Ελλήνων και το θρυλικό ύστατο αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Παλαιολόγο. Η τόσο αγαπητή στον ελληνικό λαό προφητεία της επιστροφής του «μαρμαρωμένου» βασιλιά, βρίσκει στα λόγια του ποιητή μια έμμεση επαλήθευση, με τον Μπολιβάρ αλλά και κάθε ηρωικό άνθρωπο ν’ αποτελεί ένα ακόμη φανέρωμα του μέχρι την τελευταία στιγμή ηρωικού αυτοκράτορα.

Μπογιάκα, Αγιακούτσο. Έννοιες υπέρλαμπρες κι αιώνιες.
Είμουν εκεί.
Είχαμε από πολλού περάσει, ήδη, την παλιά μεθόριο:
πίσω, μακρυά, στο Λεσκοβίκι, είχαν ανάψει φωτιές.
Κι ο στρατός ανέβαινε μέσα στη νύχτα προς τη μάχη,
π’ ακούγονταν κιόλα οι γνώριμοί της ήχοι.
Πλάι κατέρχουνταν, σκοτεινή Συνοδεία, ατέλειωτα
λεωφορεία με τους πληγωμένους.


Ο Εγγονόπουλος, καθώς προχωρά ο έπαινος του ήρωά του, επιχειρεί μια σύνδεση ανάμεσα στην προσωπική του εμπειρία από τις μάχες στο αλβανικό μέτωπο και των ένδοξων μαχών του Μπολιβάρ. Ο ποιητής δηλώνει πως ήταν παρών στις μεγάλες μάχες του Μπολιβάρ, στη μάχη της Μπογιακά που επισφράγισε την απελευθέρωση της Κολομβίας, και στη μάχη του Αγιακούτσο που διασφάλισε την απελευθέρωση του Περού. Ο ποιητής ήταν μαζί με τον Μπολιβάρ, όπως κι ο ήρωας ήταν μαζί του, όταν ο ελληνικός στρατός έδινε τη μάχη για να λάβει υπό τον έλεγχό του το Λεσκοβίκι της Βόρειας Ηπείρου, το οποίο σήμερα υπάγεται στο Αλβανικό κράτος.

Μην ταραχθή κανείς. Κάτω εκεί, νά, η λίμνη.
Από δω θα περάσουν, πέρ’ απ’ τις καλαμιές.
Υπομονευτήκαν οι δρόμοι: έργο και δόξα του Χορμοβίτη,
του ξακουστού, του άφταστου στα τέτοια.
Στις θέσεις σας όλοι. Η σφυρίχτρα ηχεί!
Ελάτες, ελάτε, ξεζέψτε. Ας στηθούν τα κανόνια,
καθαρίστε με τα μάκτρα τα κοίλα,
τα φυτίλια αναμμένα στα χέρια,
Τα τόπια δεξιά. Βρας!
Βρας, αλβανιστί φωτιά: Μπολιβάρ!


Ο ποιητής αποδίδει το κλίμα λίγο προτού ξεκινήσει η επίθεση, με την προετοιμασία των Ελλήνων να γίνεται σύμφωνα με το παράδειγμα του μεγάλου λαγουμιτζή του Κώστα Χορμοβίτη, που κατά τα χρόνια της Επανάστασης και σε σημαντικές μάχες των Ελλήνων με τους Τούρκους, έφτιαχνε υπόνομους, λαγούμια, τα οποία ανατινάσσονταν και προκαλούσαν πολλαπλές απώλειες στους εχθρούς.
Τα μάκτρα, με τα οποία ζητεί ο ποιητής να καθαρίσουν τα κανόνια, ήταν κοντάρια με βρεγμένα σφουγγάρια στην άκρη τους που χρησίμευαν για να σβηστούν τα υπολείμματα της προηγούμενης βολής, ώστε η νέα γόμωση (το γέμισμα του κανονιού) να γίνεται με ασφάλεια, χωρίς τον κίνδυνο αιφνίδιας πυροδότησης.
Οι Έλληνες ετοιμάζουν τα κανόνια τους και σύντομα δίνεται το παράγγελμα για να σκοτώσουν (vras), για να ξεκινήσει η νικηφόρα αντεπίθεσή τους. Αντεπίθεση που συνοδεύεται για τον ποιητή από την ηρωική μορφή του Μπολιβάρ, του ανθρώπου που εμπνέει και καθοδηγεί κάθε προσπάθεια που αποσκοπεί στην απόκτηση ή διατήρηση της ανεξαρτησίας των ανθρώπων.
Ας σημειωθεί πως η λέξη φωτιά στα αλβανικά, όπως και στα αρβανίτικα, είναι zjarr(m) [ζιαρμ], ενώ το «Βρας» σημαίνει σκοτώνω.

Κάθε κουμπαράς, π’ εξεσφενδονιζόταν κι άναφτε,
Είταν κι ένα τριαντάφυλλο για τη δόξα του μεγάλου στρατηγού,
Σκληρός, ατάραχος ως στέκονταν μέσα στον κορνιαχτό
και την αντάρα,
Με το βλέμμ’ ατενίζοντας προς τ’ αψηλά, το μέτωπο στα νέφη,
Κι είταν η θέα του φριχτή: πηγή του δέους, του δίκιου
δρόμος, λυτρώσεως πύλη.


Κάθε χειροβομβίδα που έριχναν κι έσκαγε μπροστά στον εχθρό, ήταν σαν ένα φλόγινο τριαντάφυλλο προς τιμή του Μπολιβάρ, ο οποίος στεκόταν μέσα στη σκόνη και την ταραχή της μάχης επιβλέποντας τον αγώνα των Ελλήνων και του ποιητή. Με τη χαρακτηριστική σκληρότητα του πολεμιστή, αποτελούσε πηγή φόβου για όσους τον αντίκριζαν, μα ήταν ο δρόμος της δικαιοσύνης και η πύλη για να περάσει κανείς στη λύτρωση, στην ελευθερία.
Ο ποιητής, λοιπόν, στη δική του συμμετοχή στον πόλεμο είχε ως στήριγμα και ως εμπνευστή τον Μπολιβάρ∙ πρότυπο ιδανικό για τους αγώνες εν γένει των ανθρώπων, κι ιδίως για τους αγώνες εκείνους που τους φέρνουν όχι απλά στην ελευθερία, αλλά και την κατάσταση εκείνη που θα σημάνει τα μεγαλύτερα οφέλη για τους πολίτες.

Όμως, πόσοι και πόσοι δε σ’ επιβουλευτήκαν, Μπολιβάρ,
Πόσα «ντολάπια» και δε σού ’στησαν να πέσης, να χαθής,
Ένας προ πάντων, ένας παλιάνθρωπος, ένα σκουλήκι,
ένας Φιλιππουπολίτης.
Αλλά συ τίποτα, ατράνταχτος σαν πύργος στέκουσαν,
όρθιος, στου Ακογκάγκουα μπρος τον τρόμο,
Μια φοβερή ξυλάρα εκράταγες, και την εκράδαινες
πάνω απ’ την κεφαλή σου.
Οι φαλακροί κόνδωρες σκιάζουνταν, που δεν
τους τρόμαξε της μάχης το κακό και το ντουμάνι,
και σε κοπάδια αγριεμένα πέταγαν,
Κι οι προβατογκαμήλες γκρεμιοτσακίζουντάνε
στις πλαγιές, σέρνοντας, καθώς πέφταν,
σύννεφο το χώμα και λιθάρια.
Κι οι εχθροί σου μέσα στα μαύρα Τάρταρα εχάνοντο, λουφάζαν.
(Σαν θάρθη μάρμαρο, το πιο καλό, από τ’ Αλάβανδα,
μ’ αγίασμα των Βλαχερνών θα βρέξω την κορφή μου,
Θα βάλω όλη την τέχνη μου αυτή τη στάση σου
να πελεκήσω, να στήσω ενού νέου Κούρου
τ’ άγαλμα στης Σικίνου τα βουνά,
Μη λησμονώντας, βέβαια, στο βάθρο να χαράξω
το περίφημο εκείνο «Χαίρε παροδίτα».)


Τη συσχέτιση του Μπολιβάρ με τους αγώνες στο αλβανικό μέτωπο, διαδέχεται η συσχέτισή του με τα θλιβερά γεγονότα του απαγχονισμού του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄ το 1821. Ο ποιητής αξιοποιώντας τις συνεχείς προσπάθειες που γίνονταν για την υπονόμευση του Μπολιβάρ και το θάρρος που έδειχνε πάντοτε ο ήρωας -χαρακτηριστική εδώ η παρουσίαση του ήρωα να στέκει ατράνταχτος σαν πύργος πάνω στο ψηλότερο βουνό της Αμερικής-, υπενθυμίζει εμμέσως στον αναγνώστη το θάρρος που επέδειξε ο Γρηγόριος ο Ε΄ μπροστά στο θανάσιμο κίνδυνο που αντιμετώπιζε και την άρνησή του να φύγει από την Κωνσταντινούπολη.
Ο Φιλιππουπολίτης, το σκουλήκι, όπως τον αποκαλεί με απέχθεια ο ποιητής, είναι πιθανότατα ο βραχύβιος Πατριάρχης Ευγένιος Β΄, Βούλγαρος από τη Φιλιππούπολη, ο οποίος τη στιγμή που κανένας άλλος δε δεχόταν την πρόσκληση του Σουλτάνου να διαδεχτούν το Γρηγόριο Ε΄ και να επιτρέψουν έτσι τη δολοφονία του, ήταν ο μόνος που συμφώνησε και χειροτονήθηκε μάλιστα λίγες στιγμές πριν τον απαγχονισμό του Γρηγορίου.
Ενδεικτική για τη σύνδεση του Μπολιβάρ με τα γεγονότα του απαγχονισμού του Γρηγορίου η αναφορά στο αγίασμα των Βλαχερνών, που θυμίζουν πως ο ποιητής τιμά και περνά στην ποίησή του στοιχεία της Πολίτικης καταγωγής του.
Το τιμητικό άγαλμα που θέλει να φτιάξει ο ποιητής για τον ήρωά του, θα είναι φτιαγμένο από μάρμαρο της Μικράς Ασίας, και με όλη του την τέχνη θα αποδώσει την αγέρωχη στάση του, φιλοτεχνώντας έναν Κούρο να στέκει στα βουνά της Σικίνου, δίχως να ξεχάσει την επιγραφή «Χαίρε, οδοιπόρε».

Κι εδώ πρέπει ιδιαιτέρως να εξαρθή ότι ο Μπολιβάρ
δεν εφοβήθηκε, δε «σκιάχτηκε» που λεν, ποτέ,
Ούτε στων μαχών την ώρα την πιο φονικιά, ούτε στης
προδοσίας, της αναπόφευκτης, τις πικρές μαυρίλες.
Λένε πως γνώριζε από πριν, με μιαν ακρίβεια
αφάνταστη, τη μέρα, την ώρα, το δευτερόλεφτο ακόμη:
τη στιγμή,
Της Μάχης της μεγάλης που είτανε γι’ αυτόνα μόνο,
Κι όπου θε νάτανε αυτός ο ίδιος στρατός κι εχθρός,
ηττημένος και νικητής μαζί, ήρωας τροπαιούχος
κι εξιλαστήριο θύμα.
(Και ως του Κύριλλου Λουκάρεως το πνεύμα το υπέροχο
μέσα του στέκονταν,
Πώς τις ξεγέλαγε, γαλήνιος, των Ιησουιτώνε και του
ελεεινού Φιλιππουπολίτη τις απαίσιες πλεχτάνες!)


Μέσα στις αρετές του Μπολιβάρ είναι φυσικά το θάρρος του, που του επέτρεψε να μη φοβηθεί ποτέ, ούτε στις μάχες, ούτε στις προδοσίες που υπέστη, ούτε την κρίσιμη ώρα του θανάτου του. Ο Μπολιβάρ εμφανίζεται να γνωρίζει με απόλυτη ακρίβεια την ώρα της ύστατης μάχης του∙ αναφορά που μας επαναφέρει εκ νέου στον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄, ο οποίος όχι μόνο παρέμεινε άφοβος απέναντι στην επικείμενη εκτέλεσή του, αλλά σχολίαζε κιόλας πως ο θάνατός του θα μπορούσε να ωφελήσει περισσότερο τους Έλληνες απ’ ό,τι αν παρέμενε ζωντανός. Έτσι, τη στιγμή της ήττας του ο Πατριάρχης στέκει νικητής, την ίδια στιγμή γίνεται θύμα και ήρωας.
Με την καθαρότητα του πνεύματος που διέκρινε έναν άλλον ένδοξο προκάτοχό του, τον Κύριλλο Λούκαρι, ο Γρηγόριος ο Ε΄, έστω και μέσω του θανάτου του, κατορθώνει να υπερισχύσει των αντιπάλων του και να σταθεί φωτεινό παράδειγμα για τους ορθόδοξους χριστιανούς.



Κι αν χάθηκε, αν ποτές χάνετ’ ένας Μπολιβάρ! που
σαν τον Απολλώνιο στα ουράνια ανελήφθη,
Λαμπρός σαν ήλιος έδυσε, μέσα σε δόξα αφάνταστη,
πίσω από βουνά ευγενικά της Αττικής και του Μορέως.


Ο ποιητής τονίζει πως ο θάνατος του Μπολιβάρ δε σήμανε καθόλου το τέλος της επίδρασης που ασκεί στους γύρω του, ενώ μάλιστα δε διστάζει να υπονοήσει πως θα μπορούσε ακόμη και να αμφισβητηθεί ο χαμός του, όπως έγινε και με τον Απολλώνιο τον Τυανέα, τον αρχαίο φιλόσοφο, για τον οποίο λεγόταν πως έκανε θαύματα και πως στο τέλος αναλήφθηκε στους ουρανούς. Σαφής εδώ η διακειμενική αναφορά στο ποίημα του Καβάφη Εἴγε ἐτελεύτα.
Ο Μπολιβάρ λοιπόν έδυσε σαν ήλιος μέσα σε δόξα απρόσιτη για τους περισσότερους πίσω από τα ευγενικά βουνά της Αττικής γης και της Πελοποννήσου. Συνεχής η προσπάθεια του ποιητή να κρατά τον ήρωά του σ’ επαφή με τον ελληνικό χώρο και με τους Έλληνες, για τους οποίους ο Μπολιβάρ θα μπορούσε να λειτουργήσει ως κατάλληλο πρότυπο και εμπνευστής.

επίκλησις

Μπολιβάρ! Είσαι του Ρήγα Φερραίου παιδί,
Του Αντωνίου Οικονόμου ― που τόσο άδικα τον σφάξαν ―
και του Πασβαντζόγλου αδελφός,
Τ’ όνειρο του μεγάλου Μαξιμιλιανού ντε Ρομπεσπιέρ
ξαναζεί στο μέτωπό σου.
Είσαι ο ελευθερωτής της Νότιας Αμερικής.
Δεν ξέρω ποια συγγένεια σε συνέδεε, αν είτανε απόγονός σου
ο άλλος μεγάλος Αμερικανός, από το Μοντεβίντεο αυτός,
Ένα μονάχα είναι γνωστό, πως είμαι ο γυιος σου.


Ο ποιητής προχωρά στη σύνδεση, στην πνευματική σύνδεση του Μπολιβάρ με γνωστούς Έλληνες επαναστάτες, το Ρήγα Φεραίο, τον Αντώνη Οικονόμου, ο οποίος φρόντισε το 1821 ενάντια στις προθέσεις των Υδραίων προκρίτων, που δεν ήθελαν να χάσουν τα κατοχυρωμένα προνόμιά τους, να κηρύξει την επανάσταση στο νησί, μόνο και μόνο για να σφαγιαστεί λίγο καιρό μετά από τους εξαγριωμένους ευνοούμενους του εχθρού, και τον Πασβαντζόγλου της Βοσνίας, τον οποίο καλεί ο Ρήγας Φεραίος στο Θούριό του να ξεκινήσει μαζί του την επανάσταση κατά της Τουρκίας.
Συνάμα, συνδέει τον Μπολιβάρ με τον άτεγκτα δίκαιο Μαξιμιλιανό Ροβεσπιέρο της Γαλλίας, καθώς και μ' έναν άλλο μεγάλο Αμερικανό, πιθανότατα, τον ποιητή Isidore Ducasse, που γεννήθηκε το 1846 στο Μοντεβίδεο, τον οποίο αναφέρει και ο Ανδρέας Εμπειρίκος στο εξαιρετικό ποίημά του Οι μπεάτοι ή της μη συμμορφώσεως οι Άγιοι
Τον συνδέει, βέβαια, και με τον εαυτό του, καθώς αποδέχεται πως ο ίδιος είναι γιος του μεγάλου επαναστάτη. Ο Εγγονόπουλος εδώ αναγνωρίζει πως έχει επηρεαστεί σε απόλυτο βαθμό από το παράδειγμα του Μπολιβάρ και έχει υιοθετήσει την επαναστατική του διάθεση, αλλά και το διεθνισμό του, μιας κι ο ποιητής, όπως προκύπτει από τους ήρωες που επιλέγει να υμνήσει, δε θα δίσταζε να υποστηρίξει συμφέρουσες για το λαό συμπράξεις με γειτονικά έθνη, έστω κι αν αυτό δεν εξυπηρετούσε τις προθέσεις των κρατούντων.


ΧΟΡΟΣ

στροφή

(entrée des guitares)

Αν η νύχτα, αργή να περάση,
Παρηγόρια μάς στέλνει τις παλιές τις σελήνες,
Αν στου κάμπου τα πλάτη φαντασμάτων σκοτάδια
Λυσικόμους παρθένες μ’ αλυσίδες φορτώνουν,
Ήρθ’ η ώρα της νίκης, ήρθε ώρα θριάμβου.
Εις τα σκέλεθρα τ’ άδεια στρατηγών πολεμάρχων
Τρικαντά θα φορέσουν που ποτίστηκαν μ’ αίμα,
Και το κόκκινο χρώμα πούχαν πριν τη θυσία
Θα σκεπάση μ’ αχτίδες της σημαίας το θάμπος.



Κι αν η νύχτα της δουλείας και της ατελούς ελευθερίας αργεί να περάσει, στέλνει ωστόσο ως παρηγοριά στους ανθρώπους φεγγάρια, μνήμες, παλιότερων εποχών, όπου η κατάσταση της πολιτείας ήταν διαφορετική. Κι αν ακόμη στη σκέψη των πολιτών επιζούν, ως αρνητικό αντίβαρο, τα φαντάσματα περασμένων εποχών, τότε που οι άνθρωποι ήταν δούλοι και υποτελείς, έχει σημάνει η ώρα της νίκης, έχει έρθει η ώρα του θριάμβου για το δύσκολο αγώνα.

Μια νίκη που θα αντληθεί και θα βασιστεί στο παράδειγμα και στην αυτοθυσία των ελεύθερων και των γενναίων της παλιότερης γενιάς. Έτσι, οι άνθρωποι καλούνται να βάλουν ξανά τρίκορφα καπέλα στους άδειους σκελετούς των στρατηγών∙ καπέλα που ‘χαν βαφτεί κατακόκκινα στο αίμα. Και το κόκκινο αυτό χρώμα, με την ένταση που είχε προτού τελεστεί η αυτοθυσία των στρατηγών, θα υπερκαλύψει με τη λάμψη του τη θαμπωμένη σημαία, την απουσία θάρρους δηλαδή και την απογοήτευση που έχει κάμψει τους τωρινούς ανθρώπους.

Η προοπτική, όμως, αυτή∙ η προοπτική της πυροδότησης των συγκαιρινών του ποιητή με θάρρος και δύναμη που θα ληφθεί απ’ τους γενναίους που πέρασαν κι έπεσαν μαχόμενοι, ενέχει ήδη το στίγμα της αμφιβολίας. Το θάμπος της σημαίας ηχεί δυσοίωνα και υποδηλώνει πως όσα κάποτε δονούσαν τις ψυχές των αγωνιστών, δεν είναι πλέον παρόντα ή έστω ικανώς ισχυρά στις ψυχές των ανθρώπων. Έτσι, η αρνητική τροπή που λαμβάνει το τραγούδι του χορού αμέσως μετά δεν προκαλεί έκπληξη. Το όραμα της ελευθερίας έχει αποκτήσει ήδη το πρώτο του ρήγμα.

αντιστροφή

(the love of liberty brought us here)

τ’ άροτρα στων φοινικιών τις ρίζες
κι ο ήλιος
που λαμπρός ανατέλλει
σε τρόπαι’ ανάμεσα
και πουλιά
και κοντάρια
θ’ αναγγείλη ώς εκεί που κυλάει το δάκρυ
και το παίρνει ο αέρας στης
θαλάσσης
τα βάθη
τον φριχτότατον όρκο
το φρικτότερο σκότος
το φριχτό παραμύθι:
Libertad



Ο ποιητής, παρά την ιδιαίτερη αξία που δίνει στην έννοια της ελευθερίας, ιδίως στην πλατύτερη και πληρέστερη διάστασή της, γνωρίζει εντούτοις πως η κατάκτησή της είναι ανέφικτη. Το παράδειγμα των ηρώων που επέλεξε να υμνήσει και το γεγονός πως το έργο τους δεν έλαβε ποτέ την επιθυμητή πραγμάτωσή του, αποτελεί ενδεικτικό ως προς αυτό στοιχείο. Γνωρίζει έτσι πως όταν το μήνυμα της ελευθερίας διαδοθεί από τα βάθη της γης μέχρι το παραμικρό σημείο που δέχεται το φως του ήλιου κι ακόμη παραπέρα μέχρι τα βάθη της θάλασσας, αυτό δε θα είναι παρά το πιο φρικτό παραμύθι που ειπώθηκε ποτέ.

Το να επιχειρήσουν οι πολίτες να φτάσουν στο ιδανικό αυτό της ελευθερίας θα σημάνει γι’ αυτούς μια δέσμευση που θα στοιχειώσει τη ζωή τους, μια δέσμευση που θα τους προκαλέσει το μέγιστο εκείνο πόνο που γεύεται ο άνθρωπος μπροστά στο μη επιτεύξιμο ποθούμενο. Η ελευθερία αυτή μοιάζει περισσότερο με μια ιδεατή κατάσταση που μπορεί ίσως να αποδοθεί με λέξεις και μπορεί να θέλξει και να διεγείρει την ανθρώπινη σκέψη, αλλά σίγουρα δεν μπορεί να επιτευχθεί και να υλοποιηθεί.
επωδός

(χορός ελευθεροτεκτόνων)

Φύγετε μακρυά μας αρές, μη ζυγώσετε πια, corazón,
Απ’ τα λίκνα στ’ αστέρια, απ’ τις μήτρες στα μάτια,
corazón,
Όπου απόγκρημνοι βράχοι και ηφαίστεια και φώκιες,
corazón,
Όπου πρόσωπο σκούρο, και χείλια πλατειά, κι ολόλευκα δόντια,
corazón,
Ας στηθεί ο φαλλός, και γιορτή ας αρχίση, με θυσίες ανθρώπων, με χορούς,
corazón,
Μέσ’ σε σάρκας ξεφάντωμα, στων προγόνων τη δόξα,
corazón,
Για να σπείρουν το σπόρο της καινούργιας γενιάς,
corazón.




Ο χορός ζητά απ’ τα αναθέματα και τις κατάρες, απ’ τις εναντιώσεις και τις διαψεύσεις ν’ απομακρυνθούν απ’ τη ζωή και απ’ την ψυχή των ανθρώπων. Το αίτημα του χορού / ποιητή είναι να ξεκινήσει η παγκόσμια γιορτή, που θα καλύψει τοπικά όλο τον κόσμο, όπου υπάρχουν βράχια, ηφαίστεια και φώκιες κι όπου ακόμη οι άνθρωποι είναι σκουρόχρωμοι με λευκά δόντια, και πολύ περισσότερο απ’ το πρώτο έναυσμα της ζωής, απ’ την κοιτίδα, μέχρι τα αστέρια, μέχρι τον άνθρωπο στην πληρότητά του. Κι η γιορτή αυτή θα πρέπει να είναι πρωτόγονη, βίαιη, ποτισμένη με το αίμα των ανθρώπων∙ μια γιορτή που θα φέρει στην επιφάνεια την πρώτη, την ακέραια μορφή της ανθρώπινης ψυχής.

Αν δεν μπορούν οι άνθρωποι της εποχής αυτής να παλέψουν με το δαίμονα της υποταγής, αν δεν μπορούν να ξεκινήσουν την επανάσταση εκείνη που θα αναδημιουργήσει τον κόσμο τους, ας βρουν μέσα τους όλα εκείνα που συνιστούν τον πυρήνα της υπόστασης του αμόλυντου, του ανυπόταχτου, του πρώτου ανθρώπου. Ας βρουν την οργή, τον πόθο, τον ανδρισμό -σύμβολο δύναμης και επιστροφής στις πρωταρχικές και ασυγκράτητες ορμές ο φαλλός∙ ας βρουν μέσα τους τη δύναμη εκείνη που ωθούσε το χέρι των προγόνων να πολεμούν, να φονεύουν και να δοξάζονται. Ας επιδοθούν λοιπόν σε μια οργιώδη γιορτή που θα ξυπνήσει μέσα τους τις μνήμες μιας ύπαρξης αλλοτινής κι ας σπείρουν έτσι το σπόρο της καινούριας γενιάς∙ μιας γενιάς που θα κρατά απευθείας απ’ το αίμα των γενναίων και των ελεύθερων, χωρίς το μίασμα εκείνων που λύγισαν το κεφάλι, χωρίς το λιγόστεμα του ψυχικού σθένους που έφερε η υποταγή.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ:


Μετά την επικράτησιν της νοτιοαμερικανικής επαναστάσεως στήθηκε στ’ Ανάπλι και τη Μονεμβασιά, επί ερημικού λόφου δεσπόζοντος της πόλεως, χάλκινος ανδριάς του Μπολιβάρ. Όμως, καθώς τις νύχτες ο σφοδρός άνεμος που φυσούσε ανατάραζε με βία την ρεντιγκότα του ήρωος, ο προκαλούμενος θόρυβος είτανε τόσο μεγάλος, εκκωφαντικός, που στέκονταν αδύνατο να κλείση κανείς μάτι, δεν μπορούσε να γενή πλέον λόγος για ύπνο. Έτσι οι κάτοικοι εζήτησαν και, διά καταλλήλων ενεργειών, επέτυχαν την κατεδάφιση του μνημείου.


Οι υποτιθέμενοι ανδριάντες του Μπολιβάρ, που καταλήγουν να ενοχλούν τους Έλληνες κατοίκους και εν τέλει κατεδαφίζονται, δεν είναι παρά η πρόβλεψη του ποιητή πως το επαναστατικό πρότυπο του ήρωα και η υπόμνηση των πόσων μπορούν να πετύχουν οι άνθρωποι, αν αγωνιστούν, όχι μόνο δε θα φτάσει σε πρόθυμους δέκτες, αλλά θα τους γίνει με τον καιρό πηγή όχλησης. Ο ποιητής, αν και αισθάνεται βαθιά μέσα του την αξία του αγώνα και της διεκδίκησης, την αξία της γενναιότητας και της ελευθερίας, αντιλαμβάνεται κιόλας πως δύσκολα μπορεί κάθε άνθρωπος να ζήσει με τέτοια πρότυπα στη σκέψη του. Συνηθίζεται άλλωστε από πολλούς ανθρώπους να εθελοτυφλούν μπροστά στις ελλείψεις και στα κακώς κείμενα της ζωής τους, παρά να επιχειρούν μιαν ανατροπή, για τα αποτελέσματα της οποίας δεν μπορούν να είναι ποτέ σίγουροι.


ΥΜΝΟΣ ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΤΗΡΙΟΣ ΣΤΟΝ ΜΠΟΛΙΒΑΡ


(Εδώ ακούγονται μακρυνές μουσικές που παίζουν, μ’ άφθαστη μελαγχολία, νοσταλγικά λαϊκά τραγούδια και χορούς της Νοτίου Αμερικής, κατά προτίμησιν σε ρυθμό sardane).

στρατηγέ
τι ζητούσες στη Λάρισα
συ
ένας
Υδραίος;


Το κλείσιμο του ποιήματος, με την αινιγματική ερώτηση προς τον υποτιθέμενο Υδραίο στρατηγό, αποτελεί ένα ακόμη φανέρωμα της παρουσίας του ίδιου του ποιητή στο έργο του. Ο ποιητής αναρωτιέται σχετικά με την ίδια του την πρόθεση να εμπλακεί σ’ ένα θέμα δύσκολα διαχειρίσιμο, όπως είναι η διεκδίκηση μιας ελευθερίας πληρέστερης και ουσιαστικότερης απ’ τη συνήθως εννοούμενη εθνική ανεξαρτησία. Οι αναφορές στον Οδυσσέα Ανδρούτσο και τον Μπολιβάρ, και κατ’ επέκταση η στήριξη που εκφράζει ο ποιητής στα πεπραγμένα τους, ενέχουν τον κίνδυνο, αν εννοηθούν πλήρως, να φέρουν τον ποιητή αντιμέτωπο με την άρχουσα τάξη.
Θυμίζουμε τη διάθεση του Ανδρούτσου να εναντιωθεί στους διεφθαρμένους πολιτικούς και κληρικούς της χώρας, το σχέδιο του Μπολιβάρ για συνένωση διαφόρων εθνοτήτων, στοιχείο άλλωστε που είχε το αντίστοιχό του στη δράση του Αρβανίτη Ανδρούτσου και στη διάθεσή του να συνεργαστεί ακόμη και με Τούρκους προκειμένου να χτυπήσει όσο πιο αποτελεσματικά μπορούσε το δημιουργούμενο πολιτικό απόστημα της χώρας. 

Ο ποιητής ξέρει ότι ο ηρωικός ανδριάντας όλων των Μπολιβάρ θα κατεδαφιστεί από εκείνους τους μικροαστούς για τους οποίους ο θόρυβος της Ελευθερίας είναι εκκωφαντικός. Για αυτό στο τέλος του ποιήματος τον ρωτά: «Στρατηγέ, τι γύρευες στην Λάρισα, εσύ ένας Υδραίος;». Ή τι γυρεύει ένας άνθρωπος του ηρωισμού και του πολέμου στον κόσμο των εμπόρων;

Ο Εγγονόπουλος παράλληλα με το θαυμασμό του για τη μεγαλειώδη προσπάθεια του Μπολιβάρ και για το λαμπρό παράδειγμα της δράσης του Ανδρούτσου, εκφράζει και την πικρία του για το ανέφικτο της πραγματικής ελευθερίας των ανθρώπων «το φριχτό παραμύθι: Libertad». Σκέψη που προκύπτει απ’ την επίγνωση του πραγματικού και αναπόδραστου κυρίαρχου των πολιτών∙ της παντοδυναμίας των χρημάτων και του πόθου της κερδοσκοπίας. Η απελευθέρωση των αγωνιζόμενων κρατών έλαβε την πραγμάτωσή της μόνο ως προς την εκδίωξη των δυνάμεων κατοχής, καθώς στη συνέχεια τέθηκαν σ’ αυτά νέα δεσμά, λιγότερο εμφανή, μα κατά πολύ ισχυρότερα. Μπορούμε να κατανοήσουμε καλύτερα την ανησυχία του ποιητή μέσα από το κείμενο του Κυριάκου Σιμόπουλου, που έχει αντληθεί από τον τρίτο τόμο του βιβλίου του "Πώς είδαν οι ξένοι την Ελλάδα του '21":


“Το 1823 συνέπεσε με το μεγάλο οικονομικό άλμα στην Αγγλία. Το εμπόριο με τη Νότια Αμερική είχε δημιουργήσει απέραντες δυνατότητες κερδοσκοπίας, εύκολου και γρήγορου πλουτισμού. Η κυβέρνηση ενθάρρυνε τις τράπεζες να ριχτούν στη μάχη των επενδύσεων για εκμετάλλευση του φυσικού πλούτου των νεοελευθερωμένων νοτιοαμερικανικών χωρών.
Οι προοπτικές όμως που διανοίγονταν για την ανάπτυξη των υπερπόντιων αγορών επέβαλαν και μια τολμηρή αναπροσαρμογή της αγγλικής εξωτερικής πολιτικής. Όχι πια καταπολέμηση των απελευθερωτικών κινημάτων στην Ευρώπη και την Αμερική αλλά διείσδυση, έλεγχος, κατάκτηση από μέσα. Αυτή η πολιτική προσέφερε πρωτοφανείς ευκαιρίες για το αγγλικό εμπόριο, για τη βιομηχανία και το τραπεζικό κεφάλαιο.
Τη νέα πολιτική θα εφαρμόσει ο υπουργός Εξωτερικών George Canning. Κεντρική σκέψη του: «Οι λαοί που θα ελευθερωθούν και θα συγκροτηθούν σε νέα κράτη έχουν ανάγκη από βιομηχανία, εμπορικό στόλο και οικονομικά μέσα για την ανάπτυξή τους. Για να τα αποχτήσουν όλα αυτά θα απευθύνονται στην Αγγλία, τον απελευθερωτή και προστάτη τους.»
Στα πλαίσια αυτής της πολιτικής αναγνωρίζονται οι επαναστατικές κυβερνήσεις της Αμερικής η μία μετά την άλλη και ιδρύονται παντού προξενεία: στο Μεξικό, στην Κολομβία, στο Περού, στη Χιλή.
Κατά την περίοδο του ελληνικού Αγώνα η Αγγλία ξεχείλιζε από χρήμα. Αυτός ο πληθωρισμός κεφαλαίων προκάλεσε παροξυσμό κερδομανίας. Επιδίωξη όλων: ο πολλαπλασιασμός των αποθησαυρισμένων λιρών με κάθε μέσο, ακόμα και με αβέβαιες τοποθετήσεις. Οργίαζε το τραπεζικό παιχνίδι. Μεγαλοτραπεζίτες, τοκογλύφοι, αεριτζήδες, πλούσιοι και φτωχοί τυχοδιώκτες, πονηροί ή εύπιστοι άνθρωποι κατέχονταν από απληστία. Από τη βουλιμία να πλουτίσουν με κάθε τρόπο και γρήγορα. Μοναδική έγνοια τους: πώς η μια γκινέα θα γίνουν δέκα γκινέες.
Δάνεια προσφέρονταν με τη μεγαλύτερη ευκολία αλλά με όρους πάντα ληστρικούς. Τέλη 1824 είχαν χορηγηθεί 48 περίπου εκατομμύρια σε ξένες κυβερνήσεις.”


Read more: http://latistor.blogspot.com/2013/02/blog-post.html#ixzz32ZknE95Z