Σάββατο 7 Ιουνίου 2014

Εζρα Πάουντ (1885-1972) , ένας πεφωτισμένος φασίστας !!!



Ενδεχομένως να τον έχουν γνωρίσει οι πιο υποψιασμένοι ως έναν από τους μεγαλύτερους ποιητές του μοντερνισμού, δημιουργό των Cantos, αλλά και ως εξαιρετικά ανεξιχνίαστη περίπτωση ιστορικής φυσιογνωμίας που συνδέθηκε με τη μουσολινική Ιταλία σε βαθμό παρεξηγήσεως.«Ενώ οι ΗΠΑ βρίσκονταν σε πόλεμο με την Ιταλία και το Ολοκαύτωμα βρισκόταν σε εξέλιξη, ο Αμερικανός ποιητής Εζρα Πάουντ πραγματοποιούσε εκπομπές στο ραδιοφωνικό σταθμό της Ρώμης αποκηρύσσοντας τον πρόεδρο Ρούζβελτ, προτρέποντας τους Αμερικανούς να μην πολεμήσουν και αναφερόταν με εμμονή σε εβραϊκές συνωμοσίες και στη συμβολή των τραπεζών στην υποκίνηση του πολέμου γεγονόταπου τελικά προκάλεσαν τον εγκλεισμό του επί δεκατρία σχεδόν έτη σε ένα άσυλο παραφρόνων" γεγονός που θεωρήθηκε βαρύ τίμημα για τις αδιάσειστες ιδεολογικές γραμμές μιας ισχυρής προσωπικότητας που «περπάτησε» τόσο χρονικά όσο και χωρικά στη σπονδυλική στήλη του 20ου αιώνα και στιγματίστηκε όσο κανείς άλλος από τη λατρεία του για ένα πολιτικό σύστημα που θα μπορούσε να ονομαστεί «πεφωτισμένη αρχή»: «Ο βασικός λόγος για τη λατρεία που έτρεφε ο Πάουντ προς τον Μουσολίνι ήταν η απέχθειά του για τη λαϊκή δημοκρατία και η προτίμησή του σε ριζοσπαστικές ακροδεξιές απόψεις που τόνιζαν τη σημασία του χαρισματικού ηγέτη».

Ο Ezra Pound γεννήθηκε στο Hailey του Αϊντάχο (1885), μεγάλωσε στο Wyncote της Πενσυλβανίας και φοίτησε στο κολέγιο του Χάμιλτον και στο Πανεπιστήμιο της Πενσυλβανίας. Δίδαξε για λίγο γαλλικά και ισπανικά στο Κολέγιο Wabash της Ιντιάνα και απολύθηκε γιατί ένα βράδυ πρόσφερε στέγη σε μια απένταρη χορεύτρια. Αμέσως ξενιτεύτηκε στην Ευρώπη (1907). Εμεινε ένα χρόνο στη Βενετία, όπου τύπωσε (1908) την πρώτη του συλλογή "A lune spento" . Τον ίδιο χρόνο εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο και άρχισε να εμφανίζεται με προκλητική εμφάνιση στα καλλιτεχνικά σαλόνια. Εκεί τύπωσε τις συλλογές του: "Personae" και "Exultations" (1909), πρωτοστατώντας στο αμερικάνικο ποιητικό κίνημα του "εικονισμού" που καθιέρωνε μια ποίηση λιτή, απέριττη αντικειμενική και ελλειπτική. Το 1914 παντρεύτηκε τη Dorothy Shakespear, απόχτησε από το γάμο του ένα γιο (1926) κι αργότερα την εγκατέλειψε για να συνδεθεί εως το τέλος της ζωής του με την πιανίστα Όλγα Rudge, ερωμένη και πιστή του φίλη. Καρπός του δεσμού τους υπήρξε η κόρη του πριγκήπισσα Mary de Rachewiltz. Την εποχή εκείνη παρεκίνησε τον Τζόυς και τον Έλιοτ να τυπώσουν τα έργα τους και μάλιστα περιέκοψε σχεδόν τη μισή "Έρημη χώρα" του Έλιοτ και της έδωσε την τελική της μορφή. Παράλληλα ασχολήθηκε και με τη μουσική. Συνέθεσε (μουσική και λιμπρέτο) την όπερα "Francois Villon" και ήταν από τους πρώτους που ανακάλυψαν στον αιώνα μας τον Βιβάλντι. Φύση αντιφατική με τραγικές μεταπτώσεις από την τρυφερότητα έως την αυτοκαταστροφή, μπορούσε να βοηθάει από το υστέρημα του τους φίλους του ή να αναπτύσει μια δική του οικονομική θεωρία περί κοινωνικής πίστεως, να μελετά επί χρόνια νεκρές γλώσσες για να μεταφράζει ή να παραφράζει αρχαία κείμενα από το πρωτότυπο ή να φωνασκεί υπέρ του Μουσολίνι και κατά των Εβραίων από το ραδιοφωνικό σταθμό της Ρώμης. Αυτές οι τακτικές εκπομπές συνεχίστηκαν σ΄ όλο το διάστημα του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου. Ακολούθησε η σύλληψή του (1945) από τα αμερικάνικα στρατεύματα που απελευθέρωσαν την Ιταλία, η απομόνωσή του σ΄ ένα ξέσκεπο κλουβί με συρματοπλέγματα στην Πίζα και η μεταφορά του στην Ουάσιγκτον (1945) για να δικαστεί επί προδοσία. Κρίθηκε διανοητικά ακατάλληλος για δίκη και κλείστηκε σε ψυχιατρική κλινική. Αποφυλακίστηκε (1958) και ξαναγύρισε τον ίδιο χρόνο στην Ιταλία. Πέθανε στη Βενετία, στις 2 Νοεμβρίου 1972.

Αναδημοσίευση ποιημάτων από
http://www.dailyreport.gr/index.php/cultbook/2011-02-24-09-07-05/429-2011-06-30-08-36-24

"με την Τοκογλυφία, Κάντο XLV "
 Με την τοκογλυφία,
 δεν φτιάχνουν σπίτια οι άνθρωποι γερά:
η κάθε πέτρα λαξεμένη και βαλμένη στη θέση της σωστά
να στρώσει απάνω ο σοβάς, να δέσει
ο σκελετός, να κάτσουν τα στολίδια.
Με την τοκογλυφία

δεν ζωγραφίζουν οι άνθρωποι
παράδεισους στις εκκλησίες
μετά βαΐων και κλάδων,
την παναγιά να δέχεται τον άγγελο εξ ουρανών
κι απάνω εκεί στο πρόχειρο μολύβωμα να λάμπει
το φωτοστέφανό της.
Με την τοκογλυφία

δεν αξιώνονται οι άνθρωποι Γκονζάγα,
κληρονόμους, παλλακίδες,
δεν φτιάχνονται οι εικόνες για ν’ αντέξουν
στον χρόνο και να μας αντέξουν
φτιάχνονται για να πουληθούν αμέσως
και πουλιούνται
Με την τοκογλυφία,

κρίμα μεγάλο κι άδικο ενάντια την φύση,
κάτι μπαγιάτικα αποφάγια το ψωμί σου
χάρτινο το ψωμί σου,
χωρίς το στάρι των βουνών και το σκληρό αλεύρι.
Με την τοκογλυφία χοντραίνει η μολυβιά.
Με την τοκογλυφία ξεχαλινώνονται οι γραμμές

κι οι άνθρωποι δεν βρίσκουν τόπο να φωλιάσουν.
Η πέτρα τρώει το λιθοξόο
κι ο αργαλειός τον υφαντή.
ΜΕ ΤΗΝ ΤΟΚΟΓΛΥΦΙΑ

δεν φτάνει το μαλλί στην αγορά
και δεν αφήνει κέρδος το κοπάδι με την τοκογλυφία.
Μάστιγα, μάστιγα μεγάλη αυτή η τοκογλυφία
στομώνει τη βελόνα στο χέρι της κυράς
και σταματά το ακούραστο αδράχτι.
Δεν γίνεται Πιέδρο Λομπάρδο
ούτε κρασί με την τοκογλυφία.
Ντούτσιο δεν γίνεται ούτε Πιερ ντελά Φρανσέσκα
και Χουάν Μπελίν και Λα Καλούνια
ζωγραφιστή με την τοκογλυφία.
Αντζέλικο δεν γίνεται, δεν γίνεται Αμπρότζιο Πρέντις,
ούτε εκκλησία πέτρινη,
κι απάνω από την πύλη σμιλεμένο: Αγαπάτε Αλλήλους.
Άγιο Τρόφιμο… όχι, ασφαλώς, με την τοκογλυφία.
Και Άγιο Ιλαρίωνα… όχι, βεβαίως, με την τοκογλυφία.
Σκουριάζει η σμίλη με την τοκογλυφία.

Σκουριάζει η τέχνη κι ο τεχνίτης,
τρώει το νήμα ο αργαλειός,
κανείς δεν ξέρει πια να κάνει τα χρυσοκεντητά ,
έχει λεκέδες το γαλάζιο, σκορπίζεται το κρεμεζί,
Μέμλινκ δεν βρίσκει πια το σμαραγδί.
Έσφαξε η τοκογλυφία μες τη μήτρα το παιδί,

στόμωσε του νέου την ορμή,
την άνοια, την παράλυση έφερε στο κρεβάτι,
πήγε και ξάπλωσε ανάμεσα στη νύφη
και τον γαμπρό της
ΠΑΡΑΦΥΣΗ
Έφεραν πόρνες στην Ελευσίνα,

σερβίρουν πτώματα…
έτσι προστάζει η τοκογλυφία.

(μτφρ: Γιώργος Μπλάνας)

Το δένδρο
Στάθηκα ακίνητος και ήμουν μέσα στο δάσος ένα δένδρο
Ξέροντας την αλήθεια για όσα ήσαν άλλοτε αθώρητα.
Μιλώ για τη Δάφνη και για το τόξο από δάφνη
Και το ζευγάρι των γερόντων που φιλοξένησε θεούς
Κι έγινε δρυς-φλαμουριά ανάμεσα στον κόσμο
Και τούτο αφού πιο πριν οι θεοί είχαν δεχθεί από αυτούς
Ευγενική φιλοξενία και είχαν  προσκληθεί να εισέλθουν
Στην εστία  της καρδιάς που ήταν το σπίτι τους,
Τότε μπορέσανε να κάνουν αυτό το θαυμάσιο πράγμα.
Όμως εγώ ήμουν ένα δένδρο μέσα στο δάσος
Και κατανόησα πολλά καινούργια πράγματα
Που στο μυαλό μου πριν ήσαν παράλογα.

Η σοφίτα
Έλα, ας λυπηθούμε αυτούς που έχουν περισσότερα από εμάς
Φίλε, έλα και θυμήσου
Ότι οι πλούσιοι έχουνε υπηρέτες και όχι φίλους
Ενώ εμείς έχουμε φίλους και όχι υπηρέτες.
Η αυγή κάνει την είσοδό της με μικρά βήματα
Σαν επιχρυσωμένη Παύλοβα
Κι εγώ είμαι κοντά στην επιθυμία μου
Και τίποτα καλύτερο δεν μετράει στη ζωή
Από αυτή την ώρα της καθαρής δροσιάς
Την ώρα που μαζί ξυπνάμε..

Ίτε

Πηγαίνετε τραγούδια μου, αναζητήστε τον έπαινό σας από τους νέους
Και από τους αδιάλλακτους
Βαδίστε μόνο ανάμεσα στους εραστές της τελειότητας.
Επιδιώξτε ακόμα  να στέκεστε κάτω από το σκληρό Σοφόκλειο φως
Και αποδεχθείτε με ευχαρίστηση τα τραύματά σας από αυτό.

Η εντολή

Πηγαίνετε τραγούδια μου  στους μοναχικούς και τους ανικανοποίητους
Πηγαίνετε σε αυτούς με τα σπασμένα νεύρα, στους δούλους της συμβατικότητας
Χαρίστε τους την περιφρόνησή μου για τους δυνάστες  τους.
Πηγαίνετε σαν μεγάλο κύμα  από κρύο νερό
Κουβαλώντας την περιφρόνησή μου για τους δυνάστες  .
Μιλήστε  κατά  της ασυνείδητης καταπίεσης
Μιλήστε κατά της τυραννίας των πεζών ανθρώπων
Μιλήστε ενάντια στους δεσμούς.
Πηγαίνετε στην αστή που πεθαίνει από πλήξη
Πηγαίνετε στις γυναίκες των προαστίων
Πηγαίνετε στους κακοπαντρεμένους
Πηγαίνετε σε αυτούς που η αποτυχία τους μένει κρυμμένη
Πηγαίνετε σε αυτούς που ζευγάρωσαν κακότυχα
Πηγαίνετε στην αγορασμένη σύζυγο
Πηγαίνετε στην γυναίκα με την προίκα
Πηγαίνετε σε αυτούς που έχουν λεπτούς τρόπους
Πηγαίνετε σε αυτούς που οι λεπτές επιθυμίες τους δεν πραγματοποιούνται
Πηγαίνετε σαν σαράκι στην απραξία του κόσμου
Βαδίστε με την κόψη εναντίον της και δυναμώστε τις λεπτές χορδές
Γεμίζοντας εμπιστοσύνη τα φύκια και τις κεραίες της ψυχής.
Πηγαίνετε με φιλικό τρόπο
Πηγαίνετε με ανοιχτό λόγο
Ερευνήστε για καινά δαιμόνια και για καινά αγαθά
Σταθείτε αντίθετα σε κάθε μορφή καταπίεσης
Πηγαίνετε  στους μεσήλικες που χόντρυναν
Και σε όσους έχασαν το ενδιαφέρον τους
Πηγαίνετε στους έφηβους που ασφυκτιούν μέσα στην οικογένεια
Ω πόσο απαίσιο είναι
Να βλέπεις τρεις γενιές κάτω από την ίδια στέγη
Είναι σαν δένδρο με νέα βλαστούς
Και με κλαδιά που πέφτουν σαπισμένα.
Πηγαίνετε να ταρακουνήσετε την κοινή γνώμη
Σταθείτε αντίθετα στη δουλεία του αίματος
Σταθείτε αντίθετα σε κάθε είδους χειραφέτηση.

Ο τάφος στο Ακρ Κάαρ

Είμαι η ψυχή σου , Νίκοπτις. Σε κοιτάζω
πέντε χιλιετίες τώρα και τα νεκρά σου μάτια
Δεν σάλεψαν, μήτε ποτέ ανταποκρίθηκαν στην επιθυμία μου
Και  τα ελαφρά σου μέλη από όπου ξεπήδησα φλεγόμενη
Δεν καίνε πια με μένα ούτε με λάδι από κρόκο.
Δες , η φωτεινή χλόη έχει φυτρώσει στο προσκέφαλό σου
Και σε ασπάζεται με μύριες χορταρένιες γλώσσες
Όχι όμως και συ εμένα.
Μελέτησα πάνω στον τοίχο το χρυσάφι
Και σκέφτηκα πολύ πάνω στα σύμβολα
Τίποτα νέο δεν υπάρχει σε ολόκληρο το μέρος.
Ήμουν διακριτική. Δες, Έχω αφήσει τα πιθάρια σφραγισμένα
Μήπως ξυπνήσεις κάποτε κι επιθυμήσεις το κρασί σου
Και ανέγγιχτες  τις φορεσιές πάνω σου διατήρησα
Ω ξεχασιάρα εσύ! Τάχα πώς θα μπορούσα να ξεχάσω!
Και το ποτάμι ακόμα, πριν αρκετό καιρό
Το ποτάμι;  Τότε ήσουν μικρή,
Και τρεις ψυχές ήρθαν να σε πάρουν
Ήρθα κι εγώ
Και χύθηκα πάνω σου, τις έδιωξα
Και δέθηκα μαζί σου, γνώρισα τις συνήθειες σου.
Δεν άγγισα τις παλάμες σου και τα ακροδάκτυλά σου;
Δεν κύλησα μέσα σου και μέσα από σένα ως την άκρη των ποδιών σου;
Πώς μπήκα μέσα; Δεν ήμουν εσύ μέσα σε σένα;
Τώρα σε αυτό το μέρος δεν έρχεται κανένας ήλιος να με αναπαύσει
Και σχίζομαι στο οδοντωτό σκοτάδι.
Κανένα φως δεν πέφτει πάνω μου κι εσύ
Στέκεις αμίλητη, καθώς περνούν οι μέρες.
Ω, αν ήταν δυνατόν να βγω έξω , παρόλα τα σημάδια
Κι όλη την επιμελημένη τέχνη τους πάνω στην θύρα,
Έξω στα πράσινα λιβάδια...
Μα είναι ήσυχα εδώ.
Δεν φεύγω.

Εικόνα χορού
Μαυρομάτα
Ω γυναίκα των ονείρων μου
Με τα σανδάλια σου από φίλντισι
Καμιά δεν είναι σαν και σε ανάμεσα στους χορευτές
Καμιά με πόδια τόσο γρήγορα
Δεν σε βρήκα στις σκηνές
Στο ραγισμένο σκοτάδι
Ούτε στο φιλιατρό του πηγαδιού
Ανάμεσα στις γυναίκες με τις στάμνες.
Τα χέρια σου όπως το νεαρό δένδρο κάτω από τον φλοιό,
Το πρόσωπό σου ΄καθώς ποτάμι στο φως
Λευκοί όπως το αμύγδαλο οι ώμοι σου
Όπως φρέσκα αμύγδαλα χωρίς το κάλυμμα
Δεν σε φυλάνε με ευνούχους
Ούτε με κάγκελα χαλκού
Ασήμι και χρυσωμένη ταρταρούγα εκεί, όπου αναπαύεσαι
Και γύρω σου φόρεμα καστανό
Πλεγμένο με κλωστές χρυσού έχεις τυλίξει
Ω Νάθατ-Ικαναίη ' πλάι-στο-ποτάμι-δένδρο'
Τα χέρια σου είναι πάνω μου σαν το ρυάκι ανάμεσα στα βρύα
Τα δάκτυλά σου ρεύμα παγωμένο
Οι υπηρέτριες λευκές όπως τα βότσαλα,
Ή μουσική τους γύρω σου!
Καμιά δεν είναι σαν και σε ανάμεσα στους χορευτές
Καμιά με πόδια τόσο γρήγορα.

Η πίκρα της σκάλας με τα πετράδια
Τα σκαλοπάτια με τα πετράδια είναι ήδη άσπρα από τη δροσιά,
Είναι τόσο αργά που οι αραχνοΰφαντες κάλτσες μου νοτίζουν από τη δροσιά,
Σύρω την κρυστάλλινη κουρτίνα μου
Και βλέπω τη σελήνη μέσα στο διάφανο φθινόπωρο.

Η γυναίκα του έμπορα του ποταμού: Γράμμα

Τότε που είχα ακόμα τα μαλλιά μου ίσια κομμένα στο μέτωπό μου
Έπαιζα κοντά στην μπροστινή πύλη μαδώντας λουλούδια.
Περνούσες πάνω σε ξυλοπόδαρα μπαμπού κάνοντας το άλογο
Ερχόσουν πλάι μου παίζοντας με γαλάζια δαμάσκηνα.
Και έτσι περνούσε ο καιρός μας στο χωριό Τσοκάν:
Δυο μικρά παιδιά χωρίς καμιά υποψία, ή αντιπάθεια.
Στα δεκατέσσερα παντρεύτηκα εσέ, τον κύριό μου
Ποτέ δεν γέλαγα, ήμουνα ντροπαλή
Σκύβοντας το κεφάλι μου κοίταζα προς τον τοίχο
Κι αν με καλούσαν χίλιες φορές , ποτέ δεν έστρεφα πίσω τη ματιά μου.
Στα δεκαπέντε μου έπαψα να χαμηλώνω τη ματιά μου,
Επιθυμούσα η στάχτη μου να αναμειχθεί με την δική σου
Για πάντα και παντοτινά για πάντα.
Γιατί να σκαρφαλώνω να κοιτάζω έξω;
Στα δεκαέξι μου έφυγες μακριά,
Πήγες στο μακρινό Κου-το-γιεν κοντά στον ποταμό με τις ρουφήχτρες
Και τώρα λείπεις πέντε μήνες.
Λυπητερά φωνάζουν από πάνω οι μαϊμούδες.
Καθώς αναχωρούσες έσερνες τα πόδια σου.
Τώρα τα μούσκλα έχουν μεγαλώσει στην εξώπορτα, τα διάφορα αγριόχορτα
Πολύ βαθιά να τα ξεχορταριάσεις!
Τα φύλλα πέφτουνε με τον αέρα νωρίς το φετινό φθινόπωρο
Και οι πεταλούδες που έχουν ζευγαρώσει κίτρινες ήδη με τον Αύγουστο
Πάνω από τη χλόη του Δυτικού κήπου,
Μου κάνουνε κακό. Γερνάω.
Αν θα κατέβεις από τα στενά του ποταμού Κιανγκ
Στείλε μου κάποιο μήνυμα σε παρακαλώ,
Κι εγώ θα βγω ως το Τσο-φου -τσα
Να σε προϋπαντήσω.
Ένα ποίημα αναχώρησης
Ψιλή βροχή στην ψιλή σκόνη,
Με τις ιτιές μες στην αυλή
Να γίνονται όλο και πιο πράσινες.
Όμως σεις κύριε πριν φύγετε
Καλύτερα να πάρετε κρασί μαζί σας
Γιατί δεν θα έχετε εκεί κάτω φίλους
Σαν φθάσετε στις πύλες του Γκο.

Ε.Π. Ωδή για την επιλογή του τάφου του
Ι
Τρία χρόνια ασυντόνιστος με την εποχή του
Αγωνίστηκε να ξαναφέρει στη ζωή τη νεκρή τέχνη
Της ποίησης. Να διατηρήσει ΄το υψηλό'
Mε την παλιά του έννοια Λάθος απ' την αρχή-
Όχι οπωσδήποτε, μα βλέποντας πως είχε γεννηθεί
Παράκαιρα σε μια μισοάγρια χώρα.
Αποφασισμένος να βγάλει κρίνα από το βελανίδι.
Καπανέας .πέστροφα για δόλωμα απατηλό
Ίδμεν γαρ τοι πάνθ' ός ενί Τροίη
Ακουσμένο από το άφραχτο αυτί.
Παραπλέοντας των βράχων το απάγγειο
Οι ταραγμένες θάλασσες τον κράτησαν, επομένως εκείνη τη χρονιά.
Η αληθινή του Πηνελόπη ήταν ο Φλωμπέρ
Ψάρευψε σε πεισματικά νησιά
Πρόσεξε τη χάρη των μαλλιών της Κίρκης
Μάλλον παρά τα γνωμικά στα ηλιακά ωρολόγια.
Ανεπηρέαστος από την 'ροή των γεγονότων'
Πέρασε από τη μνήμη των ανθρώπων en l' an trentiesme
De son eage. Η περίπτωση δεν παρουσιάζει
Καμιά προσθήκη στο διάδημα των Μουσών.
ΙΙ
Η εποχή απαιτούσε μιαν εικόνα
Του επιταχυνόμενου μορφασμού της,
Κάτι για τη σύγχρονη σκηνή
Όχι, πάντως μιαν Αττική χάρη,
Όχι, όχι ασφαλώς, τους σκοτεινούς ρεμβασμούς
Της εσωστρέφειας
Καλύτερα ψευδολογίες
Παρά τους κλασικούς σε παράφραση!
Η 'εποχή απαιτούσε' κυρίως ένα γύψινο εκμαγείο
Φτιαγμένο χωρίς καμιάν απώλεια χρόνου,
Μια πρόζα κινηματογραφική, όχι, όχι ασφαλώς, αλάβαστρο
Ή την 'πλαστική»' της ρίμας.
V
Πέθαναν μυριάδες
Κι ανάμεσά τους οι καλύτεροι
Για μια ξεδοντιασμένη γριά σκύλα
Γι α έναν πρόχειρα μπαλωμένο πολιτισμό,
Γοητεία, χαμόγελο στο ωραίο στόμα
Γρήγορα μάτια που πήγαν κάτω από το βλέφαρο της γης,
Για δύο γκρόσες αγάλματα σπασμένα
Για μερικές χιλιάδες κατεστραμμένα βιβλία.

ΚΑΝΤΟ ΧΙΙ
Κι εμείς καθόμαστε εδώ κάτω από το τείχος,
Ρωμαϊκή αρένα του Διοκλητιανού, τα σκαλοπάτια
Σαράντα τρεις σειρές από ασβεστόλιθο.
Ο Μπάλντυ Μπέικον
Aγόρασε όλες τις χάλκινες πενταροδεκάρες της Κούβας
Ένα σέντσι, δύο σέντσια,
Eίπε στους κολλήγους του 'φέρτε τις μέσα'.
'Να τις φέρετε στη μεγάλη παράγκα', είπε ο Μπάλντυ
Kαι οι κολλήγοι τις φέρανε
'Tις φέρανε στη μεγάλη παράγκα',
Όπως θα έλεγε και ο Χένρυ.
Ο Νικόλας Καστάνιο στην Αβάνα
Πήρε κι αυτός κάποια σέντσια, αλλά οι άλλοι
Έπρεπε να πληρώσουν ποσοστά.
Ποσοστά όταν ήθελαν σέντσια, δημόσια σέντσια.
Ο Μπάλντυ μόνο στα χρηματιστηριακά εύρισκε ενδιαφέρον.
' Καμιά άλλη επένδυση δε με ενδιαφέρει' 'έλεγε ο Μπάλντυ.
Κοιμόταν και είχε δυο ερυθρόδερμους πλάι του αλυσοδεμένους
Bασιλική φρουρά, δεμένους με αλυσίδα από τη μέση του
Για να μη μπορούν να το σκάσουν τη νύχτα.
Οι κουβανοί πλέον δεν τον πήγαιναν.
Από τον πυρετό είχε μείνει 49 κιλά.
Ξαναγύρισε στο Μανχάτταν, στο Μανχάτταν. τελικά
Οδός 47, αριθμός 24 , όταν τον γνώρισα,
Δούλευε στην τυπογραφία, δηλαδή παραγγελιοδόχος, πήγαινε σε γνωστούς του,
Tο γραφείο του στην οδό Νασσάου, έδινε δουλειά στους τυπογράφους
Διπλότυπα αποδείξεων και αργότερα , ασφάλειες
Eυθύνη εργοδοτών κ.λ.π., περίεργες ασφάλειες
Πυρός σε οίκους ανοχής., προμήθειες
Από 15 δολλάρια την εβδομάδα,
Πολλών δ' ανθρώπων ίδε,
Έμαθε ποιες ναυτιλιακές εταιρίες ήσαν οι πιο ανοργάνωτες,
Πού ήταν πιθανότερο να χάσει κανείς το πόδι του
Από χαλασμένο βαρούλκο,
Και για φωτιές, όπως τότε που έπιασε ένα πορνείο
Έφτασε , θαυματουργέ Ερμή, κατά τύχη,
Σε δυο λεπτά - αφού προηγουμένως ο άγγελος του ιδιοκτήτη
Τον ειδοποίησε.
Έβγαλαν οι δικοί του 11000 σε τέσσερις μήνες
Με  εκείνη την κομπίνα της Κούβας
Αλλά αυτοί χρεοκόπησαν
Κάποτε έβγαλε στο μερδικό του  σε 40000,
Τότε που ήθελε να φάει όλη τη Wall street
Μα άλλαξε γνώμη μετά από τρεις βδομάδες.


 [Προδημοσίευση από τον υπό έκδοση τόμο, «Έζρα Πάουντ – 32 Ποιήματα», εισαγωγή και μετάφραση: Γιάννης Λειβαδάς, εκδόσεις «Κουκούτσι», Δεκέμβριος 2013]
Ο κήπος

Σαν κουβάρι από χαλαρό μετάξι που έσπρωξε ο άνεμος σε τοίχο
περνά πλάι στα κάγκελα ενός μονοπατιού
στους Κήπους του Κέσινγκτον,
και αργοπεθαίνει λίγο-λίγο
                    από κάποια αναιμία συναισθηματική.

Και γύρω της είναι το τσούρμο
με τα βρομερά, καλοθρεμμένα, ανεξολόθρευτα μωρά
                     όλων των φτωχών.
Αυτά θα κληρονομήσουν τη γη.

Μέσα της παύει η γονιμότητα.
Η ανία της είναι βαριά και υπέρμετρη.
Θα ‘θελε κάποιος να της μιλήσει,
και σχεδόν φοβάται ότι εγώ
                 θα τη διαπράξω ετούτη την απρέπεια.
Οι ιδιοσυγκρασίες

Εννιά μοιχείες, 12 σχέσεις παράνομες, 64 συνευρέσεις εκτός γάμου
και κάτι που φέρνει σε βιασμό
αναπαύονται τη νύχτα στην ψυχή του ντελικάτου μας φίλου Φλοριάρις,
κι όμως ο άνθρωπος αυτός είναι τόσο σιωπηλός
και στη συμπεριφορά του συντηρητικός
που περνιέται για ψυχρός και ανέραστος.
Ο Βαστιδίδης, αντιθέτως, που για άλλο δεν μιλά και γράφει
πέρα από τη συνουσία,
είναι πατέρας διδύμων,
τον άθλο ετούτο όμως τον κατάφερε με ολίγο κόστος·
χρειάστηκε να γίνει τετράκις κερατάς.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου